Την τιμητική μου είχα και κατά την πρόσφατη ομιλίαπαραλήρημα του τέως αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης Δημήτρη (Μίμη) Παπαγγελόπουλου στη Βουλή, στη διάρκεια της συζήτησης που πραγματοποιήθηκε εξ αφορμής της πρότασης των 30 βουλευτών της Ν.Δ. σχετικά με την επέκταση του κατηγορητηρίου που σχετίζεται με τα καμώματά του. Δεν με φόβισε, αν αυτός ήταν ο στόχος του, γιατί όλα αυτά τα χρόνια, από τις (σχεδόν) καθημερινές λάσπες του φίλου του, Πάνου Καμμένου, και τις αθλιότητες του «συνεργού του», Ιωάννη Φιλιππάκη, απέκτησα αντισώματα απέναντι στους διάφορους «ιούς» που απειλούσαν το κράτος Δικαίου. Και δεν με εξέπληξε για έναν επιπλέον λόγο: Γιατί, πλέον, ο «πονηρούλης» κ. Παπαγγελόπουλος έχει καταστήσει εαυτόν αναμενόμενο.

Δεν εκπλήσσει κανέναν, ούτε καν τα πάλαι ποτέ «θύματά» του. Κάθε φορά που εμφανίζεται, αραδιάζει τα ίδια παιδιαρίστικα επιχειρήματα και στοχοποιεί με γελοίες (δήθεν) αποκαλύψεις τα ίδια πρόσωπα. Πρόκειται για έναν αξιολύπητο άνθρωπο, που, στην προσπάθειά του να εξέλθει του αδιεξόδου που ο ίδιος δημιούργησε με τις πράξεις και τα καμώματά του, απαξιώνει όσους τον «αποκαλύπτουν». Προσπαθεί να θυματοποιηθεί, λες και κάποια στιγμή όλοι εμείς ξυπνήσαμε και αποφασίσαμε να ενώσουμε δυνάμεις για να εξοντώσουμε αυτόν τον γίγαντα της «Δικαιοσύνης», της πολιτικής και του πνεύματος, τον Μίμη Παπαγγελόπουλο. Ειλικρινά κατανοώ και μάλιστα στον απόλυτο βαθμό τη δύσκολη θέση στην οποία έχει περιέλθει ο τέως αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης. Και δεν θα ήθελα ποτέ κανείς, ακόμα και εχθρός μου, να βρεθεί σε αντίστοιχη θέση. Μάλιστα, στη ζωή μου έχω μάθει, όταν κάποιος βρίσκεται πεσμένος στο έδαφος, αν δεν μπορώ να του δώσω το χέρι, τουλάχιστον να απέχω από τη δημόσια αποκάλυψή του. Αυτό έκανα όταν ο κ. Πάνος Καμμένος, στενός φίλος του κ. Παπαγγελόπουλου (σ.σ.: και με ίδια λογική στην πολιτική σκέψη), αποχώρησε από την κυβέρνηση του κ. Τσίπρα.

Σταμάτησα κάθε αναφορά στο πρόσωπο του πρώην υπουργού Αμυνας, γιατί για μένα είχε αξία η αποκάλυψη και η αντιπαράθεση όταν ο κ. Καμμένος είχε τη δύναμη, τότε που είχε την εξουσία και τότε που ως δημόσιος κατήγορος, με τον μανδύα της ασυλίας, προσπαθούσε να με εξοντώσει. Είχε αξία η αποκάλυψη τότε που άγρια μεσάνυχτα τηλεφωνούσε σε εισαγγελείς για να κανονίσει τις επισκέψεις τους στις φυλακές, ενώ συνομιλούσε με καταδικασμένους για υπόθεση ναρκωτικών. Τότε που στο γραφείο του εν ενεργεία πρωθυπουργού, Αλ. Τσίπρα, ζητούσε από τον κ. Παπαγγελόπουλο να τηλεφωνήσει στον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών, εισαγγελέα Ηλία Ζαγοραίο, για να με συλλάβει. Δεν φοβήθηκα ούτε λεπτό, παρά το γεγονός ότι είχα αντιληφθεί (ίσως πιο νωρίς από όσο νομίζει ο «κυρΜίμης») τη λειτουργία του παρακρατικού μηχανισμού. Και δεν δείλιασα ακόμα κι όταν μου πέρασαν κατά παραγγελία χειροπέδες, γιατί είχα βαθιά πεποίθηση ότι στο τέλος κερδίζει η Δημοκρατία, η κανονική και όχι αυτή του Φιλιππάκη.

Ακούγοντας, όμως, τον κ. Παπαγγελόπουλο, λυπήθηκα. Οι διαρκείς αναφορές στο πρόσωπό μου και η «κουτσαβακίστικη» τακτική αλά «Δημοκρατία», που είχε ως στόχο να με απαξιώσει επαγγελματικά, με αναγκάζουν να ξεκινήσω απέναντι στην ασάφεια να διατυπώνω σαφή και πραγματικά γεγονότα. Με τον τέως αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης δεν γνωριζόμασταν και πλέον μετανιώνω την ώρα και τη στιγμή που πέρασα (όχι μία φορά, αλλά πολλές) το κατώφλι του γραφείου του. Τη γνωριμία την οφείλω στον κοινό μας φίλο, τέως Πρόεδρο της «Δημοκρατίας», κ. Προκόπη Παυλόπουλο. Αν δεν με απατά η μνήμη μου, από την πρώτη στιγμή ο κ. Παπαγγελόπουλος με εξεθείαζε, ενώ δήλωνε φανατικός αναγνώστης της στήλης, κάτι που σήμερα προφανώς και δεν πιστεύει. Εκ των υστέρων κατάλαβα ότι ο λόγος που αποθέωνε έναν ψεύτικο «γίγαντα» ήταν επειδή, προφανώς, τότε τον βόλευαν τα όσα έγραφα. Ή, όπως κατάλαβα εκ των υστέρων, εξυπηρετούσαν τους σχεδιασμούς του.

Αν κάτι με διακρίνει (γιατί ομολογώ ότι δεν διαθέτω τόσα χαρίσματα όσα ο Φιλιππάκης και η Παπαδάκου), είναι ότι δεν ξεχνώ. Πολλές φορές ο Τζένος μού λέει με νόημα: «Ούτε κασετόφωνο να ήσουν, δεν θα τα συγκρατούσες όλα αυτά». Σε αντίθεση με τον τέως αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης, «εγώ τα έχω κρατήσει όλα». Για παράδειγμα, θυμάμαι ποιος μου «αποκάλυψε» τα οπαδικά αισθήματα του τότε προϊσταμένου της Εισαγγελίας Οικονομικού Εγκλήματος, κ. Παναγιώτη Αθανασίου. Θυμάμαι επίσης ποιος μου «ψιθύρισε» στ’ αυτί ότι ο εν λόγω εισαγγελικός λειτουργός καθόταν δίπλα- δίπλα με τον κ. Γιάννη Αλαφούζο στο γήπεδο. Και επειδή ο κ. Παπαγγελόπουλος μπερδεύτηκε, ποτέ δεν δημοσίευσα φωτογραφικό ντοκουμέντο του κ. Αθανασίου. Προφανώς, στον πανικό του, μπέρδεψε τη φωτογραφία που είχαν δημοσιεύσει τα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ», στα επίσημα του ΠΑΟ, του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κ. Ισίδωρου Ντογιάκου. Επίσης, θυμάμαι πολύ καλά, σε αντίθεση με τον κ. Παπαγγελόπουλο, ποιος ζήτησε την πρόσληψη της κυρίας Γιάννας Παπαδάκου. Όπως θυμάμαι ακόμα καλύτερα κάτι τηλέφωνα σαν να είναι τώρα με κάτι γλαφυρές περιγραφές για τη σπουδαιότητα της «χοντρής» στην υπόθεση της Λίστας Λαγκάρντ, όπως και σε αυτήν της Novartis. Θυμάμαι σαν χθες μια συνύπαρξή μου στο γραφείο του κ. Παπαγγελόπουλου στο υπουργείο Δικαιοσύνης με τον σημερινό αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κ. Γιάννη Αγγελή, λίγες ημέρες πριν πεθάνει ο επιχειρηματίας Βγενόπουλος. Θυμάμαι, επίσης, πολλά και ενδιαφέροντα γύρω από τις πιέσεις που ασκούσε στην εισαγγελέα Γεωργία Τσατάνη. Θυμάμαι πολλές τηλεφωνικές (και όχι μόνο) συνδιαλέξεις όπου ο Μίμης, αφού με αποθέωνε για την «αιχμηρή πένα» μου, ξεκινούσε με την αγαπημένη του φράση: «Εχω άλλο ένα σκάνδαλο», λες και τα σκάνδαλα φύτρωναν σαν τις πατάτες. Επίσης, αν δεν με απατά η μνήμη μου, θυμάμαι να μου λέει: «Έχω αυτή την πληροφορία ή μαθαίνω αυτό για την Τσατάνη, τον Αθανασίου, τον Ντογιάκο, τη Ράικου» και άλλους πολλούς.

Εκείνο που σίγουρα θυμάμαι είναι ότι ο κ. Παπαγγελόπουλος, ως αναπληρωτής υπουργός επί της Δικαιοσύνης, αρκετές φορές, ακόμα και από το βήμα της Βουλής, επικαλούνταν δημοσιεύματα των «Παραπολιτικών». Γενικώς δεν ξεχνώ και, όταν αποφασίζω να ανασύρω πράγματα από τη μνήμη μου, φροντίζω να τα τακτοποιώ, σαν να κάνω απομαγνητοφώνηση.

Σε κάθε περίπτωση, η εμφάνιση του κ. Παπαγγελόπουλου στη Βουλή (όπως και οι περισσότερες του τελευταίου διαστήματος) επιβεβαιώνει αυτό για το οποίο κατηγορείται ο τέως αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης. Ότι επί των ημερών της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ υπήρχε ένα πρόσωπο που γνώριζε (ως μη ώφειλε θεσμικά) παρασκήνια, μα κυρίως άγνωστες πτυχές εκκρεμών δικαστικών υποθέσεων. Μάλιστα, το χειρότερο για τον «κυρΜίμη» είναι ότι, κάθε φορά που βγαίνει και μιλάει, φέρνει σε ακόμα δυσκολότερη θέση τον εαυτό του με τα «μου είπαν», «ξέρω», «μη με πιέζει ο κ. Γεωργιάδης, γιατί θα αναγκαστώ να αποκαλύψω πράγματα που δεν θέλω» και άλλα διάφορα. Το χειρότερο για τον πανικόβλητο Παπαγγελόπουλο είχε να κάνει με την «αποκάλυψη» της παρέμβασης του Ισραηλινού πρωθυπουργού, Μπ. Νετανιάχου, προς τον Ελληνα τότε ομόλογό του, Αλ. Τσίπρα, προκειμένου εξωθεσμικά να λύσει μια δικαστική υπόθεση ο Παπαγγελόπουλος. Θέλω να πιστεύω ότι ο «κυρΜίμης» δεν κατάλαβε μέσα στον πανικό του το ολέθριο λάθος που έκανε. Γιατί αποτελεί κατάντια για θεσμούς, αν πιστέψουμε ότι ένα τηλεφώνημα ενός ξένου ηγέτη είναι ικανό για να διεκπεραιωθεί μια δικαστική εκκρεμότητα στην Ελλάδα. Και γίνεται ακόμα χειρότερο, και συνάμα πιο επικίνδυνο, αν δεχτούμε ότι ο κ. Τσίπρας, στο ραντεβού με τους Παππά, Μιωνή και Παπαγγελόπουλο, απλώς εκτελούσε μια «παραγγελιά». Για να τελειώνουμε με αυτή τη δύσοσμη δυστυχώς πραγματικότητα, επιβάλλεται να πούμε, να γράψουμε και να καταθέσουμε αλήθειες. Διαφορετικά, σε λίγα χρόνια, θα βρεθεί και πάλι ένας Μίμης, που θα κάνει τα ίδια. Προς αυτή την κατεύθυνση, τα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» θα συμβάλλουν καθοριστικά, αδιαφορώντας αν αυτό αρέσει ή όχι στον Παπαγγελόπουλο και στην παρέα του. Άλλωστε, όπως κατάλαβε, εδώ δεν είμαστε για παραγγελιές.