Κατανοώ την, ομολογουμένως ακατανόητη (πολιτικά), κίνηση του κ. Τσίπρα να καταθέσει αγωγή ενός εκατομμυρίου εναντίον μου. Και τον κατανοώ γιατί δεν είναι και λίγο πράγμα ένας δημοσιογράφος να αποκαλύπτει το καλά κρυμμένο μυστικό σου, που ακόμη και στην πρώτη ανακοίνωση που εκδίδει το κόμμα σου προσπαθεί να το κρατήσει κρυμμένο.

Αντιλαμβάνομαι τη δυσχερή θέση του κ. Τσίπρα, που έχει κάθε λόγο να επιμένει να εμφανίζεται ως ένας από τους πολλούς, ενώ εδώ και χρόνια έχει αλλάξει (κοινωνική) πίστα, απολαμβάνοντας την καλή ζωή, τα σκάφη και τα πούρα! Ο κ. Τσίπρας μού ζητά ένα εκατομμύριο ευρώ (1.000.000) γιατί στενοχωρήθηκε. Προφανώς είναι ευαίσθητος, ευσυγκίνητος και δυσανεκτικός στον δημόσιο έλεγχο. Με την ακατανόητη κίνησή του παραδέχεται ότι, αν και αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η φωνή του δεν είναι αρκετά ισχυρή ώστε να απαντήσει, όπως νομίζει, όταν του ασκείται δημόσιος έλεγχος. Πλέον δείχνει ότι δεν έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του και στη βαρύτητα του λόγου του.

Ο κ. Τσίπρας εκνευρίστηκε γιατί βρέθηκε εκτεθειμένος και απέφευγε να απαντήσει σε εύλογα ερωτήματα που προέκυπταν για την εξοχική του κατοικία. Κυρίως όμως βρέθηκε εκτεθειμένος γιατί εμφανίστηκε να κατοικεί σε πολυτελή παραθεριστική κατοικία. Αλλά όλα αυτά θα τα πούμε στο δικαστήριο. Μέχρι τότε επισημαίνω την αντίληψή του για την ελευθερία του λόγου και των δημοσιογράφων. Οχι ότι με εκπλήσσει. Δεν περίμενα κάτι διαφορετικό από αυτόν που έφτιαχνε Συριζοκάναλα, που ενορχήστρωνε τη σκευωρία της NOVARTIS, που αποπειράθηκε να εξοντώσει κάθε πολιτικό του αντίπαλο.

Δεν περίμενα κάτι διαφορετικό από έναν πολιτικό άντρα που είναι βουτηγμένος (και φαίνεται) στη μισαλλοδοξία και στον ρεβανσισμό. Η απόφαση του κ. Τσίπρα να προσφύγει στη Δικαιοσύνη με χαροποιεί. Ενώπιον των δικαστών θα ακουστούν όλα. Στην κανονική Δικαιοσύνη, και όχι σε αυτή που ονειρεύεται ο Πολάκης, αποδίδουν δίκιο οι δικαστές και όχι οι Τζανακόπουλοι, οι Παπαγγελόπουλοι και οι Καμμένοι. Η αγωγή του τέως πρωθυπουργού αποτελεί παράσημο και για μένα και για τον συνάδελφο Γιώργο Παπαχρήστο, που κυνηγήθηκε κι αυτός όσο ελάχιστοι από την πιο άθλια κυβέρνηση της μεταπολίτευσης. Ολες αυτές τις μέρες όμως ακούω σχεδόν μονότονα από φίλους -και όχι μόνο- το ίδιο ερώτημα: «Καλά, δεν φοβάσαι που τα βάζεις με τον Τσίπρα, ο οποίος μπορεί να ξανακυβερνήσει;». Η απάντηση είναι μονολεκτική. ΟΧΙ. Και δεν φοβάμαι γιατί δεν έχω ΤΙΠΟΤΑ να κρύψω. Δεν φοβάμαι γιατί, όπως γνωρίζει και ο ίδιος, επί κυβερνήσεώς του τα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» και εγώ προσωπικά υπήρξαμε βασικός στόχος τόσο των κρατικών όσο και των παρακρατικών μηχανισμών. Δεν φοβήθηκα όταν έμαθα από υπουργό του ότι, παρόντος του ιδίου, μέσα στο γραφείο του στη Βουλή, ο Καμμένος ζητούσε από τον Παπαγγελόπουλο να παρέμβει στην Εισαγγελία για να με συλλάβουν. Δεν δείλιασα ούτε στιγμή όταν τον άκουγα κατ’ επανάληψη από του βήματος της Βουλής να κάνει λόγο περί «συμμοριών που ελέγχουν τον Τύπο», όταν μιλούσε δημόσια για εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις που με αφορούσαν, όταν έδινε εντολή στον Τζανακόπουλο να εκδώσει ανακοινώσεις με άθλια υπονοούμενα. Μα κυρίως δεν τον φοβήθηκα όταν προσήλθα οικειοθελώς στην Αστυνομία και οδηγήθηκα μαζί με τον Τζένο στην εισαγγελέα και εν συνεχεία στα κρατητήρια. Δεν έκανα ούτε στιγμή δεύτερες σκέψεις όταν γνώριζα ότι ο κ. Τσίπρας είχε εργαλειοποιήσει τμήμα της Δικαιοσύνης. Δεν θα τον φοβηθώ ούτε και τώρα, ούτε και αύριο, ούτε και μεθαύριο. Ούτε αυτόν, ούτε την κυρία Ζανέτ, ούτε το πολιτικό του πρότυπο, τον Πολάκη, ούτε τον αμπελοφιλόσοφο Καρτερό. Το πρόβλημα με τον κ. Τσίπρα δεν είναι προσωπικό, αλλά βαθιά θεσμικό. Ενας πρώην πρωθυπουργός, σε μια δυτική Δημοκρατία, θέλει να εξοντώσει ανθρώπους που δεν υποκλίνονται στο μεγαλείο του.

Δυστυχώς για τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ, τα όσα κάνει φοβίζουν τους πολίτες. Τους πολλούς και ανώνυμους. Αυτούς που έχει ανάγκη, για να κρατά ζωντανό το όνειρο της Ζανέτ και του Πολάκη, που δεν είναι άλλο από το μήνυμα ότι η «δεύτερη φορά Αριστερά θα είναι αλλιώς».