Ξαναδοκιµάζει τον διχασµό ο Aλέξης Τσίπρας
Το επικίνδυνο σοκάκι που επέλεξε να πορευτεί για να κερδίσει έδαφος
με τον Γιάννη Κουρτάκη
Είκοσι μέρες πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 ο Αλέξης Τσίπρας άλλαζε το κεντρικό σύνθημα της προεκλογικής του καμπάνιας, εισάγοντας το περιβόητο «Η ελπίδα έρχεται». Η πλειοψηφία των ψηφοφόρων μιας χώρας που βρίσκονταν εκείνη την περίοδο στην καρδιά της δίνης των Μνημονίων ετοιμαζόταν να παραχωρήσει την εξουσία στο νεαρό πολιτικό που, από καταληψίας «πρόεδρος του 15μελούς», ετοιμαζόταν για την πολυδιαφημιζόμενη διακυβέρνηση της «πρώτη φορά Αριστεράς». Η μεθοδολογία που ακολούθησε βασίστηκε στη ρητορική του διχασμού και της όξυνσης, της συγκεκαλυμμένης καταδίκης της βίας στη λογική του «ναι μεν, αλλά», στην εργαλειοποίηση του διλήμματος «παλιό και νέο». Το πρώτο crash test έγινε το Δεκέμβρη του 2008, όταν η Αθήνα παραδιδόταν στις φλόγες μετά την αποτρόπαια δολοφονία Γρηγορόπουλου. Ο Τσίπρας «αγκάλιαζε» τους μπαχαλάκηδες και απέφευγε να καταδικάσει την έκρηξη της βίας εκείνης της περιόδου, μιλώντας για «οριακά βίαιες πράξεις» από «τα παιδιά της κρίσης, που μεγάλωσαν σε μια άλλη Ελλάδα από αυτήν των γονιών τους». Αυτή η παταγώδης αποτυχία της Πολιτείας να προστατεύσει την τάξη, τη δημόσια και ιδιωτική περιουσία, στάθηκε αφορμή λίγους μήνες μετά η Χ.Α. να μπει στο Δημοτικό Συμβούλιο της Αθήνας. Οι δύο χώροι έμελλε να συναντηθούν και αργότερα.
Ηταν η περίοδος που ο Τσίπρας συντασσόταν με τον τότε υπουργό Εσωτερικών, Προκόπη Παυλόπουλο, ο οποίος απέναντι στη δράση εξτρεμιστικών στοιχείων που κατέλυαν κάθε έννοια ευνομούμενης Πολιτείας μιλούσε για «αμυντική Αστυνομία». Αυτήν του τη στάση εγκωμίαζε χρόνια αργότερα ο κ. Τσίπρας όταν -ως πρωθυπουργός πλέον- πρότεινε τον κ. Παυλόπουλο ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Για την Ιστορία, ο σημερινός πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, αιτιολογώντας τότε τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να μην ψηφίσει τον Προκόπη Παυλόπουλο, ανέφερε μεταξύ άλλων και ότι «χειρίστηκε με ανεπάρκεια μια από τις μεγαλύτερες κρίσεις της σύγχρονης ιστορία μας, τον Δεκέμβριο του 2008». Η εργαλειοποίηση του διχασμού και η μεθοδική αποφυγή ξεκάθαρης καταδίκης της βίας είχαν πλέον και στην πράξη αποδειχθεί αποτελεσματικές για τον ΣΥΡΙΖΑ και τους σχεδιασμούς του. Αυτός ο διχασμός ήταν το «καύσιμο» που οδηγούσε με ταχύτητα τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Ακόμα και στα τραγικά γεγονότα της Marfin το 2010 με τους τρεις νεκρούς, ο Αλέξης Τσίπρας εγκλωβίστηκε στις εκλεκτικές συγγένειές του με συγκεκριμένους χώρους και αρνήθηκε να συνταχθεί με όσους, χωρίς αστερίσκους, καταδίκασαν τη βία. Ακόμα και στην επέτειο των δέκα χρόνων επέλεξε να πάει μόνος του στον τόπο της τραγωδίας, κατηγορώντας την κυβέρνηση για «επικοινωνιακές σκοπιμότητες», που «γίνονται αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης και συκοφάντησης των κοινωνικών αγώνων, τόσο τότε όσο και σήμερα».
Η μέθοδος του διχασμού κορυφώθηκε το «καλοκαίρι των Αγανακτισμένων» το 2011, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ «καπέλωνε» τις κινητοποιήσεις στο Σύνταγμα. Η «πλατεία» χωρίστηκε στο πάνω μέρος, με τα ακροδεξιά συνθήματα, και στο κάτω, με το αριστερό άρωμα. Η ώσμωση ήταν αναπόφευκτη. Συνθήματα όπως «να καεί το μπ... η Βουλή», «η χούντα δεν τελείωσε το ’73», οι κρεμάλες και τα συνθήματα για του «Γουδή» και η προσπάθεια εισβολής στο Κοινοβούλιο κυριάρχησαν. Τα υπόλοιπα είναι πλέον Ιστορία. Το 2012 Ο Αλέξης Τσίπρας γίνεται αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και το 2015 αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση του τόπου. Το σύνθημα «Η ελπίδα έρχεται» ξεθώριασε και μαζί η ρητορική του διχασμού. Ο λαός στις εκλογές του 2019 επέλεξε την ανάγκη για επιστροφή στην κανονικότητα.
Σχεδόν έξι χρόνια αργότερα, ο Αλέξης Τσίπρας, εγκλωβισμένος σε ένα αντιπολιτευτικό τέλμα, επενδύει και πάλι στη λογική του διχασμού, στην εκμετάλλευση της κοινωνικής οργής και της κόπωσης και στη ώσμωση με εξτρεμιστικές ομάδες, για να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση μιας δήθεν λαϊκής κινητοποίησης απέναντι στην κυβέρνηση. Είναι ευθύνη της κυβέρνησης, η οποία πήρε λαϊκή εντολή να τελειώσει με τον διχασμό, να βάλει με θεσμικό τρόπο τέλος στα «όνειρα» όσων θέλουν να επαναλάβουν μια «δεύτερη φορά Αριστερά», και μάλιστα αυτήν τη φορά (κατά τους ίδιους) αλλιώς...
Ηταν η περίοδος που ο Τσίπρας συντασσόταν με τον τότε υπουργό Εσωτερικών, Προκόπη Παυλόπουλο, ο οποίος απέναντι στη δράση εξτρεμιστικών στοιχείων που κατέλυαν κάθε έννοια ευνομούμενης Πολιτείας μιλούσε για «αμυντική Αστυνομία». Αυτήν του τη στάση εγκωμίαζε χρόνια αργότερα ο κ. Τσίπρας όταν -ως πρωθυπουργός πλέον- πρότεινε τον κ. Παυλόπουλο ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Για την Ιστορία, ο σημερινός πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, αιτιολογώντας τότε τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να μην ψηφίσει τον Προκόπη Παυλόπουλο, ανέφερε μεταξύ άλλων και ότι «χειρίστηκε με ανεπάρκεια μια από τις μεγαλύτερες κρίσεις της σύγχρονης ιστορία μας, τον Δεκέμβριο του 2008». Η εργαλειοποίηση του διχασμού και η μεθοδική αποφυγή ξεκάθαρης καταδίκης της βίας είχαν πλέον και στην πράξη αποδειχθεί αποτελεσματικές για τον ΣΥΡΙΖΑ και τους σχεδιασμούς του. Αυτός ο διχασμός ήταν το «καύσιμο» που οδηγούσε με ταχύτητα τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Ακόμα και στα τραγικά γεγονότα της Marfin το 2010 με τους τρεις νεκρούς, ο Αλέξης Τσίπρας εγκλωβίστηκε στις εκλεκτικές συγγένειές του με συγκεκριμένους χώρους και αρνήθηκε να συνταχθεί με όσους, χωρίς αστερίσκους, καταδίκασαν τη βία. Ακόμα και στην επέτειο των δέκα χρόνων επέλεξε να πάει μόνος του στον τόπο της τραγωδίας, κατηγορώντας την κυβέρνηση για «επικοινωνιακές σκοπιμότητες», που «γίνονται αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης και συκοφάντησης των κοινωνικών αγώνων, τόσο τότε όσο και σήμερα».
Η μέθοδος του διχασμού κορυφώθηκε το «καλοκαίρι των Αγανακτισμένων» το 2011, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ «καπέλωνε» τις κινητοποιήσεις στο Σύνταγμα. Η «πλατεία» χωρίστηκε στο πάνω μέρος, με τα ακροδεξιά συνθήματα, και στο κάτω, με το αριστερό άρωμα. Η ώσμωση ήταν αναπόφευκτη. Συνθήματα όπως «να καεί το μπ... η Βουλή», «η χούντα δεν τελείωσε το ’73», οι κρεμάλες και τα συνθήματα για του «Γουδή» και η προσπάθεια εισβολής στο Κοινοβούλιο κυριάρχησαν. Τα υπόλοιπα είναι πλέον Ιστορία. Το 2012 Ο Αλέξης Τσίπρας γίνεται αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και το 2015 αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση του τόπου. Το σύνθημα «Η ελπίδα έρχεται» ξεθώριασε και μαζί η ρητορική του διχασμού. Ο λαός στις εκλογές του 2019 επέλεξε την ανάγκη για επιστροφή στην κανονικότητα.
Σχεδόν έξι χρόνια αργότερα, ο Αλέξης Τσίπρας, εγκλωβισμένος σε ένα αντιπολιτευτικό τέλμα, επενδύει και πάλι στη λογική του διχασμού, στην εκμετάλλευση της κοινωνικής οργής και της κόπωσης και στη ώσμωση με εξτρεμιστικές ομάδες, για να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση μιας δήθεν λαϊκής κινητοποίησης απέναντι στην κυβέρνηση. Είναι ευθύνη της κυβέρνησης, η οποία πήρε λαϊκή εντολή να τελειώσει με τον διχασμό, να βάλει με θεσμικό τρόπο τέλος στα «όνειρα» όσων θέλουν να επαναλάβουν μια «δεύτερη φορά Αριστερά», και μάλιστα αυτήν τη φορά (κατά τους ίδιους) αλλιώς...