Το πιο δημοφιλές ερώτημα που ακούγεται εσχάτως στα πολιτικοδημοσιογραφικά πηγαδάκια είναι το αν και κατά πόσον ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα καταφέρει να «σπάσει» το ποσοστό της αυτοδυναμίας, εξέλιξη που θα του δώσει τη δυνατότητα να σχηματίσει τη δεύτερη κυβέρνησή του.

Η αλήθεια είναι ότι μέχρι πρότινος ο στόχος επίτευξης της αυτοδυναμίας φάνταζε δύσκολος έως ακατόρθωτος. Αυτός άλλωστε ήταν και ο (βασικός) λόγος που είχαν πυκνώσει οι εισηγήσεις προς τον πρωθυπουργό σχετικά με την ανάγκη άμεσης αλλαγής του εκλογικού νόμου που ψήφισε η παρούσα κυβέρνηση.

«Είναι σχεδόν ακατόρθωτο να καταφέρουμε ποσοστό άνω του 36%», έλεγαν τα περισσότερα κυβερνητικά στελέχη, με τον Μητσοτάκη όχι μόνο να διαφωνεί με τη συγκεκριμένη προσέγγιση, αλλά κόντρα σε όλους να καταλήγει στην απόφαση να μην αλλάξει τον εκλογικό νόμο.

Εφικτός ο στόχος

Από την εξέλιξη των πραγμάτων που καταγράφεται στην παρούσα χρονική συγκυρία μέσα από τις δημοσκοπήσεις προκύπτει ξεκάθαρα η υπεροχή της Ν.Δ. σε όλα τα επίπεδα, με τον στόχο της αυτοδυναμίας να φαντάζει (σχεδόν) εφικτός. Συγκεκριμένα, από όλες τις έρευνες που διενεργήθηκαν μετά την εμφάνιση του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ προκύπτει ότι το κυβερνών κόμμα προσεγγίζει με σχετική ευκολία το κρίσιμο εκλογικό ποσοστό.

Πριν από τη στάθμιση των ερευνητών, το κυβερνών κόμμα κινείται στην περιοχή του 30%-40%, με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να έχει πέσει κάτω από το 20%, με προοπτική περαιτέρω πτώσης, αφού δεν δείχνει να διαθέτει καμία δυναμική εναλλακτικής κυβερνητικής πρότασης. Το πολιτικά πρωτόγνωρο που καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις έχει να κάνει κυρίως με το γεγονός ότι η Ν.Δ., 3,5 χρόνια από την ημέρα που κέρδισε τις εκλογές, παραμένει η μόνη σοβαρή πρόταση διακυβέρνησης, με τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα να αδυνατούν να εξέλθουν του αδιεξόδου στο οποίο έχουν περιέλθει.

Διασυρμός

Με απλά λόγια, αν είχαμε σήμερα εκλογές, η αυτοδυναμία στις δεύτερες κάλπες όχι μόνο θα ήταν εύκολα επιτεύξιμη, αλλά για πρώτη φορά θα γινόταν ορατός ο κίνδυνος του εκλογικού διασυρμού του πρώην πρωθυπουργού και του κόμματός του. Μάλιστα, όταν επιχειρείται να συγκριθεί ο Μητσοτάκης με τον Τσίπρα, τότε τα πράγματα γίνονται πιο καθαρά, αφού ο σημερινός πρωθυπουργός παίζει ουσιαστικά χωρίς αντίπαλο.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ακόμα και μετριοπαθή στελέχη της Κεντροαριστεράς έχουν αρχίσει να παραδέχονται ότι στην αναμέτρηση του πρώην με τον νυν πρωθυπουργό κερδίζει κατά κράτος ο δεύτερος.

Πλεονέκτημα

Έχοντας αποτυπωμένη τη συγκεκριμένη εικόνα και με δεδομένο ότι στις δεύτερες κάλπες ο κόσμος θα κληθεί να επιλέξει το πρόσωπο που θα τον κυβερνήσει, αυτομάτως εκεί το πλεονέκτημα το παίρνει ο Μητσοτάκης, πολλαπλασιάζοντας ταυτόχρονα και τις πιθανότητες της αυτοδυναμίας. Φυσικά, καθοριστικό ρόλο σε όλα αυτά θα παίξουν και τα διλήμματα που θα τεθούν στον δρόμο τόσο προς την πρώτη όσο και προς τη δεύτερη κάλπη.

*Δημοσιεύτηκε στο Secret στις 22 Οκτωβρίου 2022.