Είθισται σε περιόδους εθνικών και οικονομικών κρίσεων να «ανθούν» η πορνεία και ο τζόγος. Οπως και σε φάσεις σαν αυτή που διανύει σήμερα η Ελλάδα συνηθίζεται τα κενά που δημιουργούνται στη δομή του κράτους να καλύπτονται από παρακρατικούς μηχανισμούς. Τι κι αν ωρίμασε η Δημοκρατία από το ’74 μέχρι και σήμερα; Τι κι αν θωρακίστηκε από το Σύνταγμα και τους νόμους; Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια -εν μέσω κρίσης- η χώρα έχει παραδοθεί, εκτός από τους τροϊκανούς, και στις εγχώριες συμμορίες. Σε ομάδες που δρουν παρακρατικά, εκτελώντας κανονικά «συμβόλαια». Ενα τέτοιο παρακρατικό «συμβόλαιο» άρχισε να εκτελείται εναντίον μας, από τις αρχές του τρέχοντος μήνα. Από μια ανώνυμη και ανυπόστατη καταγγελία, που έφτασε στο Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας, ξεκίνησε μια διαδικασία που έφτασε μέχρι την έκδοση βουλεύματος από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, διά του οποίου έχει διαταχθεί ήδη από τις 4 του μήνα η άρση του τηλεφωνικού απορρήτου των τηλεφωνικών συνδιαλέξεών μου. Ετσι, απλά, γιατί έτσι κάποιοι ήθελαν. Ατύχησαν, όμως, γιατί το αστείο (υπ’ αριθμόν 1928) βούλευμα, όπως και το περιεχόμενο της ανώνυμης καταγγελίας ετέθησαν άμεσα στη διάθεσή μας. Το καλά στημένο παρακράτος, σε ΕΥΠ, Δικαιοσύνη και όπου αλλού δρα, ηττήθηκε πριν καν μπει στο γήπεδο. 

Δυστυχώς, κύριοι, χτυπήσατε λάθος πόρτα. Τα πρακτοριλίκια, οι κουκούλες και τα «βαλιτσάκια» δεν με φοβίζουν. Γι’ αυτό και από την πρώτη στιγμή που τέθηκε στη διάθεσή μου η σχετική πληροφορία, έσπευσα να ενημερώσω τον πρωθυπουργό, κ. Αντώνη Σαμαρά, τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη, κ. Βασίλη Κικίλια, τον υπουργό Δικαιοσύνης, κ. Χαράλαμπο Αθανασίου, τον αρχηγό της ΕΛ.ΑΣ. και τους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων. Επραξα αυτό που επιβάλλει ο νόμος απέναντι σε ένα κράτος που έχει παραδοθεί στο παρακράτος. Δυστυχώς, οι απαντήσεις που πήρα από τους κρατούντες τα ηνία του τόπου απλώς επιβεβαίωσαν αυτό που είχα μέχρι εκείνη τη στιγμή ως αίσθηση. Οτι σε αυτή τη χώρα το μόνο που λειτουργεί είναι τα «βαλιτσάκια» και οι κάθε λογής κουκουλοφόροι.
Εν έτει 2014, στην Ελλάδα του κυρίου Σαμαρά, αρκεί μια «ανώνυμη καταγγελία» ενός πρώην αξιωματικού της ΕΥΠ, που κάνει μεροκάματα σε επιχειρηματίες, για να «ανοίξει» το τηλέφωνο ενός δημοσιογράφου, που τυγχάνει να φέρει και τον τίτλο του εκδότη. Αυτές οι λογικές παραπέμπουν σε περιόδους που στη χώρα τα κείμενα λογοκρίνονταν και οι συναθροίσεις των δημοσιογράφων (και όχι μόνον) απαγορεύονταν. Για μένα το γεγονός αυτό συνιστά απόλυτη κατάλυση κάθε έννοιας του ευνομούμενου κράτους και προφανή καταπάτηση των συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων μου ως Ελληνα πολίτη. Προσωπικά, δεν έχω να φοβηθώ ΤΙΠΟΤΑ, για αυτό από την πρώτη στιγμή έχω θέσει εαυτόν στη διάθεση των Αρχών. Οσο κι αν παρακολουθήσουν, όσες συνομιλίες κι αν καταγράψουν. ΤΙΠΟΤΑ, ΟΜΩΣ. Αλλοι θα πρέπει να φοβούνται.
Το πρόβλημα δεν είναι προσωπικό. Είναι συλλογικό κι έχει να κάνει με την ασφάλεια και κατ’ επέκταση με τη δομή της ίδιας της Δημοκρατίας. Οταν ένας εισαγγελέας υιοθετεί μια ανώνυμη καταγγελία και μέσω αυτής ακόμη και ο τελευταίος υπάλληλος των εταιρειών κινητής ή σταθερής τηλεφωνίας, έμμεσα, μπορεί να ακούσει τα όσα λέει ο πρωθυπουργός, οι υπουργοί κ.ά., τότε απλώς δεν υπάρχει κράτος.