«Ο άντρας κάνει τη γενιά κι όχι η γενιά τον άντρα, σαν είναι ο τράγος δυνατός, δεν τονε στένει η μάντρα». Αυτή η μαντινάδα έκανε ένα γρήγορο πέρασμα από το μυαλό μου βλέποντας το σύντομο βίντεο το οποίο προβλήθηκε στην τιμητική εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στα Χανιά με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Η γενέτειρά του και πολλοί εξ όσων συμπορεύτηκαν με την ταραχώδη πολιτική πορεία του Ψηλού ήταν παρόντες και στο προχθεσινό προσκλητήριο. Ηταν όλοι εκεί. Οπως σε κάθε προσκλητήριο. Και μαζί τους ήταν και ο Κ. Μητσοτάκης, αφού όπου κι αν κοιτάξεις στα Χανιά έχει αφήσει και από μια σφραγίδα.

Σκεφτόμουν ότι όσο ο χρόνος απομακρύνεται από τα γεγονότα στα οποία πρωταγωνίστησε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης τόσο πιο έντονο είναι το μήνυμα της πολιτικής δικαίωσής του. Ηταν ο ηγέτης που επέλεξε τον δύσκολο και ανηφορικό δρόμο. Δεν συμβιβάστηκε και δεν πρόδωσε ποτέ τους φίλους του. Απεναντίας, επέλεξε σε μια εποχή που κυριαρχούσε ο λαϊκισμός (όπως και σήμερα) να εκστομίσει τις μεγαλύτερες αλήθειες που έχουν ακουστεί από πολιτικό. Αλήθειες που, αν είχαν «εισακουστεί» από τους πολίτες, σίγουρα η σημερινή Ελλάδα θα ήταν διαφορετική. Ο Κων. Μητσοτάκης έβλεπε μπροστά από τα γεγονότα και αυτό που κυριαρχούσε μέσα του ήταν η εμπιστοσύνη για τους Ελληνες.

Υπήρξε ασυμβίβαστος ακόμη κι όταν απειλήθηκε η ίδια η ζωή του. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 διεκδίκησε μόνος του την είσοδο στη Βουλή, πιστεύοντας στην μπέσα και τη στήριξη των φίλων του. «Βοηθήστε να μπω στη Βουλή και μετά ξια μου…» (σ.σ.: είναι δικιά μου υπόθεση), είχε πει στο ξενοδοχείο «Πανόραμα», απευθυνόμενος σε μάζωξη λιγοστών φίλων του. Εζησα σε ένα σπίτι ακούγοντας τον πατέρα μου να λέει σχεδόν μονότονα δύο πράγματα. Το ένα ήταν ότι «Μητσοτάκης είναι ο πιο αδικημένος Ελληνας πολιτικός» και το άλλο ότι είναι ίσως ο μόνος που κατάφερε «να έχει φανατικούς φίλους κι ακόμη φανατικότερους εχθρούς». Η λατρεία των συγχωριανών μου στο πρόσωπο του Μητσοτάκη ήταν κάτι που παραμένει αναλλοίωτο στο πέρασμα του χρόνου.

Θυμάμαι στα τέλη της δεκαετίας του ’80 τους τοίχους σε κτίρια του χωριού μου που είχαν γεμίσει με το σύνθημα: «Φιλελεύθερος λαός, Κρητικός πρωθυπουργός». Μεγαλώνοντας, διαπίστωσα ότι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε μια μοναδική σχέση με τους φίλους του. Ηταν αυτοί που τον ακολουθούσαν πιστά και με συνέπεια ακόμη και στα λάθη του. Οι Χανιώτες, ακόμη κι εκείνοι που δεν τον ψήφιζαν, αισθάνονταν υπερηφάνεια. Ακούγοντας την Ντόρα, θυμήθηκα το καθημερινό τηλεφώνημα στις 18:00 στον «Κήρυκα» και τον Στέλιο Νικηφοράκη. Επαιρνε για να μάθει τον καιρό και πώς πάει η σοδειά. Είχε αγωνία για το νερό, τη βεδέμα (σ.σ.: πώς πάει η παραγωγή λαδιού), την τιμή του τυριού.

Ο Μητσοτάκης ήταν ο πολιτικός που δεν υπολόγιζε το πολιτικό κόστος. Εβαζε το εθνικό συμφέρον πάνω από τις προσωπικές του επιδιώξεις. Κατάφερε να κάνει μεγάλη τη ΝΔ. Πέτυχε την εθνική συμφιλίωση (σ.σ.: όχι με τον Καμμένο, αλλά) με τους Φλωράκη και Κύρκο και στάθηκε όρθιος όταν οι τρομοκράτες της «17Ν» αντέδρασαν σε αυτή την πραγματικότητα αφαιρώντας τη ζωή του πρωτεργάτη της συμφιλίωσης, Παύλου Μπακογιάννη. Ο Μητσοτάκης κυβέρνησε βλέποντας είκοσι χρόνια μπροστά.

Προέβλεψε την προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τότε που κανείς δεν γνώριζε καν τι είναι. Ηταν εκείνος που από το βήμα της Βουλής, απευθυνόμενος στον Ανδρέα Παπανδρέου, είχε πει: «Οταν μια κυβέρνηση επί οκτώ χρόνια ξοδεύει περισσότερα απ’ αυτά που έχει, στην ουσία δανείζεται και επιβαρύνει τις επόμενες γενιές. Σημαίνει ότι κάθε παιδί που γεννιέται επιβαρύνεται με 1 εκατ. χρέος». Απλές διαπιστώσεις, που ελάχιστοι τότε ήταν έτοιμοι να πιστέψουν κι ακόμη λιγότεροι εκείνοι που έδειχναν διάθεση να τις υλοποιήσουν.

Ο μεγάλος Χανιώτης πολιτικός ονειρευόταν -όπως έλεγε- μια Ελλάδα που να πρωτοπορεί και να ανταγωνίζεται κι όχι μια Ελλάδα που να επαιτεί εν ονόματι της ιστορίας της. Αυτό και σήμερα αποτελεί βασικό ζητούμενο. Είναι σημαντικό ότι, τριάντα χρόνια μετά, τα λόγια του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη αποτελούν τον οδικό χάρτη για την έξοδο από την κρίση. Αυτό το κείμενο είναι το ελάχιστο που μπορώ να προσφέρω σε έναν άνθρωπο που με βοήθησε, αλλά κυρίως σε έναν «αθεράπευτα Κρητικό», όπως είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.

Βλέποντας το βίντεο-αφιέρωμα με όσα έχει πει και πράξει ο πρώην πρωθυπουργός, σκεφτόμουν ότι ο καλύτερος επίλογος γι’ αυτό το κείμενο είναι και πάλι η μαντινάδα του Βασίλη Σκουλά: «Κρήτη, δε θα σ’ αφήσουνε ο χρόνος να σε φθείρει, ο Καζαντζάκης και οι νεκροί απού είναι στ’ Ακρωτήρι».