Με αφορμή την απόφαση του Γραμματέα Πολιτικής Επιτροπής της Νέας Δημοκρατίας, Λευτέρη Αυγενάκη, δυνάμει της οποίας καθίσταται σαφές στα κομματικά στελέχη πως για όσο χρησιμοποιούν τις θεσμικές τους ιδιότητες θα πρέπει να σέβονται και να προωθούν μόνο τις αποφάσεις του κόμματος, χωρίς ιδιοτέλειες και επικράτηση προσωπικών πεποιθήσεων και επιλογών που αντίκεινται στην κομματική γραμμή, επιχειρείται με το παρόν κείμενο η ανάδειξη της αναγκαιότητας της κομματικής πειθαρχίας σε ένα ευρύτερο πλαίσιο συνοχής των κομμάτων, τόσο σε επίπεδο ανθρώπινου δυναμικού όσο και σε επίπεδο αρχών και θέσεων.

Η ελεύθερη εντολή και η κομματική πειθαρχία, αναγόμενες στο πλαίσιο του κοινοβουλευτισμού και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, έχουν δημιουργήσει διάφορες διενέξεις σε θεωρητικό επίπεδο, αναφορικά με την, ουκ ολίγες φορές, δυσκολία συνάρθρωσής τους. Παρότι, όμως, η ρήτρα της κατά συνείδηση γνώμης και ψήφου του βουλευτή (άρθρο 60 παρ. 1 του Συντάγματος) φαίνεται να υπερισχύει συνταγματικώς αυτής του δεσμού μεταξύ βουλευτή και κόμματος, αυτό διαφοροποιείται στον σύγχρονο εκλογικευμένο κοινοβουλευτισμό, καθώς τα πολιτικά κόμματα κατέχουν κομβική θέση στην εύρυθμη λειτουργία του πολιτεύματος.

Ο θεσμικός, άλλωστε, ρόλος του εκάστοτε βουλευτή δεν μπορεί παρά να είναι και ουσιαστικά ηθελημένος. Εάν αυτός διαφοροποιείται από την κομματική γραμμή, τότε θα πρέπει να μπορεί να αναλάβει την ευθύνη της διαφωνίας του έναντι του κόμματος, με την υποστήριξη του οποίου εξελέγη, διότι σε αντίθετη περίπτωση διαρρηγνύεται η σχέση εμπιστοσύνης με τον ίδιο τον ψηφοφόρο.

Τα λοιπά εξωκοινοβουλευτικά όργανα του κόμματος, όπως εν προκειμένω, οι εκπρόσωποι αυτού σε μία ορισμένη περιοχή της χώρας, αποτελούν μικρογραφία όσων αναλύθηκαν ανωτέρω. Ο εκάστοτε βουλευτής, τοπικός άρχοντας και γενικώς κάθε πρόσωπο που κατέχει θεσμική ιδιότητα, η οποία του έχει αποδοθεί λόγω της σχέσης του με ένα κόμμα, της αποδοχής των αρχών και θέσεων αυτού και την προώθηση αυτών στην κοινωνία αναγνωρίζει ή πρέπει να αναγνωρίζει ότι η απόκτηση αυτής της ιδιότητας δεν είναι μία προσωπική του υπόθεση την οποία χειρίζεται κατά το δοκούν.

Η κομματική πειθαρχία αντικατοπτρίζεται στην αναγκαιότητα συνοχής και αξιοπιστίας των κομμάτων έναντι των ψηφοφόρων, κάτι το οποίο θα πρέπει να γίνεται σεβαστό και από όσους επιλέγουν να εμπλακούν οικειοθελώς, χρησιμοποιώντας την κάλυψη και τη δυναμική που προσφέρει ένας κομματικός μηχανισμός.

Η ισορροπία δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη ούτε και εύκολη. Καθίσταται όμως αναγκαία. Όπως δήλωσε και ο κος Αυγενάκης σχετικώς : «Είναι σαφές ότι το Εγώ δεν μπορεί να προηγηθεί του Εμείς!».

*Η Κωνσταντία Νάτσιου είναι  δικηγόρος Αθηνών με εξειδίκευση στο Δημόσιο Δίκαιο (LLM) και στη Διοίκηση Υπρεσιών Υγείας (MSc).