Η πρώτη, μάλιστα, αναφορά στην ανάγκη περιορισμού της κρατικής εξουσίας μέσω της κατάτμησής της και της ανάθεσής σε διακριτά όργανα αποδίδεται στον Αριστοτέλη. Στα Πολιτικά του (βιβλίο Δ. 13, 129β, 37 επ.) ο Σταγειρίτης φιλόσοφος αναπτύσσει την «περί μορίων των πολιτειών πασών θεωρία» του, όπου διακρίνει σε τρεις ομάδες τα διάφορα έργα της πόλεως και αντίστοιχα τρεις ομάδες κρατικών οργάνων επιφορτισμένες με τα έργα αυτά: «έστι δη τρία μόρια των πολιτευμάτων πασών […] εν μεν τι το βουλευόμενον περί των κοινών, δεύτερον δε το περί τας αρχάς […] τρίτον δε το δικάζον».

Η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών ως οργανωτική βάση του πολιτεύματος απαντάται σε όλα τα ελληνικά Συντάγματα. Ήδη δε από το Σύνταγμα του 1975, το άρθρου 26 ορίζει κατά ρητό τρόπο τα εξής:

«1. Η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. 2. Η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση. 3. Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια∙ οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού Λαού.»

Σύμφωνα μάλιστα με το άρθρο 110 παρ.1, η διάταξη του άρθρου 26 ανήκει στις μη αναθεωρητέες διατάξεις του Συντάγματος. Ο αναθεωρητικός, επομένως, νομοθέτης δεν δύναται να θίξει τον πυρήνα του κανονιστικού περιεχομένου του ανωτέρω άρθρου, κάτι το οποίο μαρτυρά τον ιδιαίτερα σπουδαίο ρόλο της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών στη διαμόρφωση της πολιτειακής οργάνωσης.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Α. Μανιτάκης: «Η διάκριση των εξουσιών είναι μια πολιτική θεωρία ισορροπημένης και ορθολογικής διάταξης των κρατικών εξουσιών και λειτουργιών έτσι ώστε να αποφεύγεται η συγκέντρωση ή η σώρευση εξουσιών ή αρμοδιοτήτων -και άρα δύναμης- στο ίδιο πρόσωπο ή στο ίδιο όργανο και να αποτρέπεται η καταχρηστική και αυθαίρετη άσκησή τους, χάρη στην εγκαθίδρυση ενός μηχανισμού αμοιβαίων ελέγχων και αναχαιτίσεων».

Δυστυχώς, παρά τους σαφείς συνταγματικούς κανόνες περί διάκρισης των λειτουργιών, υπάρχουν πάμπολλα παραδείγματα καταπάτησής τους στην πολιτική ιστορία της χώρας μας.

Η προσπάθεια δε επιρροής και παρέμβασης της Εκτελεστικής εξουσίας, ήτοι των αντιπροσώπων της κυβερνητικής εξουσίας, στο έργο και τις αποφάσεις της Δικαστικής εξουσίας έχει καταντήσει κανονικότητα κατά τη διακυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η οποία επιδεικνύει μία πρωτοφανή δυσανεξία στη διάκριση των εξουσιών.

Πλήθος παραδειγμάτων στα τέσσερα χρόνια διακυβέρνησής της.

Ενδεικτική η απάντηση Τσίπρα, τον Σεπτέμβριο 2016, σε ερώτηση για το ενδεχόμενο η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας να μην είναι αυτή που θέλει η κυβέρνηση για τις τηλεοπτικές άδειες: «η Δικαιοσύνη θα βγάλει την απόφασή της αλλά δεν δίνω ούτε μια πιθανότητα στο ΣτΕ να ακυρωθεί ο διαγωνισμός».

Η σκανδαλιστική δε επιλογή της Βασιλικής Θάνου ως Προέδρου του Αρείου Πάγου, παρακάμπτοντας την επετηρίδα, ήταν μόνο η αρχή. Θυμίζω χαρακτηριστικά ότι η κα Θάνου είχε αποστείλει επιστολή στον Ζαν Κλοντ Γιούνκερ ζητώντας του να παρέμβει στα όργανα της ΕΕ υπέρ των προτάσεων της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, ενώ είχε χαρακτηρίσει την κυβέρνηση Σαμαρά «κυβέρνηση κράτους απολυταρχικού».

Ακολούθησε η κυβερνητική επιλογή του Νικολάου Σακελλαρίου ως Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), στις 22 Οκτωβρίου 2015. Ο κ. Σακελλαρίου είχε διακριθεί για την αντιμνημονιακή ψήφο του σε όλες τις κρίσιμες δίκες όπου είχε πάρει μέρος.

Ποιος μπορεί να ξεχάσει, άλλωστε, την πειθαρχική έρευνα σε βάρος ανώτατων δικαστικών λειτουργών, όπως η εισαγγελέας εφετών Γεωργία Τσατάνη, η οποία κατήγγειλε κυβερνητικές παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη από τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, καθώς και την πειθαρχική έρευνα και τιμωρία του προϊσταμένου της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών Ισίδωρου Ντογιάκου, ο οποίος κατηγορήθηκε επειδή συγκάλεσε την Ολομέλεια της Εισαγγελίας Εφετών με θέμα «Εξωθεσμική παρέμβαση της Προέδρου του Αρείου Πάγου στο αυτοδιοίκητο της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών».

Ουκ ολίγες και οι μομφές του υπουργού Δικαιοσύνης κατά δικαστικών λειτουργών, με χαρακτηριστική την περίπτωση της κας Ράικου.

Οι δημόσιες δε δηλώσεις υπέρ ή κατά κατηγορουμένων, χωρίς κανένα σεβασμό στο τεκμήριο της αθωώτητας, από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, λοιπούς Υπουργούς αλλά και τον ίδιο τον πρωθυπουργό είναι ατέρμονες. Οι περιπτώσεις Ηριάννας, Κουφοντίνα, Ριχάρδου, Novartis, Μανιαδάκη είναι μόνο ενδεικτικές.

Είναι ανεπίτρεπτο να γίνεται προσπάθεια εμπλοκής της Δικαστικής Εξουσίας στο στίβο της πολιτικής αντιπαράθεσης, ενώ κάθε προσπάθεια ελέγχου του δικαστικού συστήματος θα πρέπει να είναι απολύτως καταδικαστέα.

Η μόνη συνταγματικώς παραδεκτή επέμβαση της εκτελεστικής λειτουργίας στη δικαστική λειτουργία περιγράφεται στο άρθρο 90 παρ. 5 του Συντάγματος, δυνάμει του οποίου προβλέπεται η δυνατότητα του Υπουργικού Συμβουλίου, με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρότασή του, να ενεργεί τις προαγωγές στις θέσεις του Προέδρου και των Αντιπροέδρων των τριών ανωτάτων δικαστηρίων, ήτοι του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Οτιδήποτε άλλο συνιστά θεσμική εκτροπή και ευθεία παραβίαση της Αρχής της Διάκρισης των Λειτουργιών.

*Η Κωνσταντία Νάτσιου είναι  δικηγόρος Αθηνών με εξειδίκευση στο Δημόσιο Δίκαιο (LLM) και στη Διοίκηση Υπρεσιών Υγείας (MSc).