Διπλωματία και αερολογίες ενός δειλού πολιτικού
Ο Κώστας Σημίτης προκαλεί γέλωτες όταν σήμερα «ανησυχεί» για «νέα Ιμια» και, αερολογώντας, προτρέπει σε λύσεις
Mε ένα άρθρο του πριν από μία εβδομάδα στην «Καθημερινή», ο πρώην πρωθυπουργός Κ. Σημίτης επιχείρησε μια «παρέμβαση» στα Ελληνοτουρκικά και το μόνο που κατάφερε ήταν να μας θυμίσει τις αξιοθρήνητες πολιτικές του για το Αιγαίο την περίοδο 1996-2004.
Ο πρώην πρωθυπουργός προκαλεί γέλωτες όταν σήμερα «ανησυχεί» για «νέα Ιμια» και, αερολογώντας, προτρέπει σε λύσεις που μπορεί να είναι «δυσάρεστες» (και που βεβαίως δεν τολμά ευθέως να προσδιορίσει). Το χειρότερο, όμως, για τη χώρα μας είναι πως η ελληνική εξωτερική πολιτική, φορτωμένη με τα βαριά λάθη εκείνης της περιόδου, δεν μπόρεσε έκτοτε να ξεφύγει από τις «παγίδες» του 1996-99, που φέρουν την υπογραφή του τρομαγμένου τότε κ. Κ. Σημίτη. Αμήχανες και με τον φόβο ότι οι «συνομιλίες» με την Αγκυρα για το Αιγαίο θα οδηγούσαν σε νέες «ζημιές», οι επόμενες ελληνικές κυβερνήσεις επέλεξαν την οδό μιας «ψύχραιμης» αμυντικής τακτικής, που οδηγούσε αναπόφευκτα στη σταδιακή ενδυνάμωση της επιθετικής πολιτικής της Τουρκίας. Επί των ημερών του κ. Κ. Σημίτη, η Αγκυρα είχε στερεώσει πολιτικά τις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο, με υπογραφές του Ελληνα πρωθυπουργού.
Φήμες στα διπλωματικά παρασκήνια τον τελευταίο καιρό έφεραν τον πρωθυπουργό Αλ. Τσίπρα έτοιμο να προβεί σε κάποιες «υποχωρήσεις» έναντι της Τουρκίας μέσω ορισμένων «μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης» στο Αιγαίο και με το βλέμμα στραμμένο και σε καίρια ζητήματα υφαλοκρηπίδας (οι ίδιες φήμες συνδέουν με αυτό το ζήτημα την παραίτηση του αντιστράτηγου Ν. Ζαχαριάδη, επικεφαλής της αντιπροσωπίας για τα ΜΟΕ). Τώρα, με την προκήρυξη βουλευτικών εκλογών, το ζήτημα λογικά «παγώνει». Αλλά δεν κλείνει. Αντιθέτως, η επόμενη κυβέρνηση και ο Ερντογάν θα έχουν ενδιαφέρουσες θέσεις να «ανταλλάξουν» για το Αιγαίο. Οπως και άλλες, έτσι και η επόμενη ελληνική κυβέρνηση -της Νέας Δημοκρατίας, όπως πιθανολογείται ιδιαίτερα- θα φέρει κατά βάση τα βάρη και τις ζημιές της περιόδου Σημίτη: τις ημέρες του «εκσυγχρονιστή» πρωθυπουργού, η κυβέρνησή του, μετά τον τρόμο της «νύχτας των Ιμίων», συζήτησε με μια Τουρκία η οποία έθεσε αμέσως μετά τα Ιμια ζήτημα «γκρίζων» περιοχών στο Αιγαίο και μάλιστα την επόμενη χρονιά ο Κ. Σημίτης της αναγνώρισε νόμιμα και ζ ω τ ι κ ά συμφέροντα στο Αιγαίο (συμφωνία Σημίτη-Ντεμιρέλ στη Μαδρίτη, 1997). Στη συνέχεια, ο κ. Σημίτης άνοιξε τον δρόμο για την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην Ε.Ε. και στο «Ελσίνκι» δέχθηκε διατύπωση για ύπαρξη «συνοριακών διαφορών» με την Τουρκία. Ακολούθως, προχώρησε σε γύρους απόρρητων «διερευνητικών» συνομιλιών με την Αγκυρα για χωρικά ύδατα και υφαλοκρηπίδα, χωρίς να καταλήξει σε κανένα αποτέλεσμα, μη αφήνοντας μάλιστα πρακτικά των συζητήσεων εκείνων, παρά μόνο κάποιες «σημειώσεις» στην επόμενη κυβέρνηση (Κ. Καραμανλή). Ετσι, με την Τουρκία σοβαρά ενισχυμένη στο Αιγαίο την τριετία 1996-99, τελείωσε κατά τον χειρότερο τρόπο τον κύκλο του ο Κ. Σημίτης στον στίβο της πολιτικής στα Ελληνοτουρκικά.
Η κυβέρνηση της περιόδου 2004- 2009, εκτιμώντας ότι η «κληρονομιά Σημίτη» θα οδηγούσε τον «διάλογο» με την Τουρκία σε δικά της, μονομερή κέρδη, δεν «ανοίχτηκε» και αρκέστηκε στο να καλλιεργεί ένα «καλό κλίμα» με τη γείτονα χώρα. Στον ίδιο δρόμο, ουσιαστικά, κινήθηκαν και οι επόμενες κυβερνήσεις, με πνεύμα «κατευνασμού» της Τουρκίας και κύριο άξονα την προβολή των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας κατά τα οριζόμενα από το Διεθνές Δίκαιο. Τώρα, ο κ. Σημίτης, που έκανε τις χειρότερες επιλογές στα Ελληνοτουρκικά, αλλά και ποτέ δεν τόλμησε να προχωρήσει σε συμφωνίες με την Τουρκία για το Αιγαίο (κάθε πολιτικός φοβάται τις λεμονόκουπες, όπως έγραφε το 1990 ο Παναγιώτης Κονδύλης), δίνει… συμβουλές από απόσταση ασφαλείας. Διαισθάνεται, όπως και πολλοί Ελληνες, ότι ο «διεθνής παράγων» πρόκειται να αυξήσει την πίεση για «διάλογο» Ελλάδας-Τουρκίας και έτσι… ξεμυτάει σήμερα ως «σοφός», δήθεν.
Η αλήθεια είναι, πάντως, ότι στα ζητήματα επίδειξης «ρεαλισμού» στα Ελληνοτουρκικά οι Κ. Σημίτης και Αλ. Τσίπρας συναντώνται πνευματικώς στην ίδια γραμμή.
Ο πρώην πρωθυπουργός προκαλεί γέλωτες όταν σήμερα «ανησυχεί» για «νέα Ιμια» και, αερολογώντας, προτρέπει σε λύσεις που μπορεί να είναι «δυσάρεστες» (και που βεβαίως δεν τολμά ευθέως να προσδιορίσει). Το χειρότερο, όμως, για τη χώρα μας είναι πως η ελληνική εξωτερική πολιτική, φορτωμένη με τα βαριά λάθη εκείνης της περιόδου, δεν μπόρεσε έκτοτε να ξεφύγει από τις «παγίδες» του 1996-99, που φέρουν την υπογραφή του τρομαγμένου τότε κ. Κ. Σημίτη. Αμήχανες και με τον φόβο ότι οι «συνομιλίες» με την Αγκυρα για το Αιγαίο θα οδηγούσαν σε νέες «ζημιές», οι επόμενες ελληνικές κυβερνήσεις επέλεξαν την οδό μιας «ψύχραιμης» αμυντικής τακτικής, που οδηγούσε αναπόφευκτα στη σταδιακή ενδυνάμωση της επιθετικής πολιτικής της Τουρκίας. Επί των ημερών του κ. Κ. Σημίτη, η Αγκυρα είχε στερεώσει πολιτικά τις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο, με υπογραφές του Ελληνα πρωθυπουργού.
Φήμες στα διπλωματικά παρασκήνια τον τελευταίο καιρό έφεραν τον πρωθυπουργό Αλ. Τσίπρα έτοιμο να προβεί σε κάποιες «υποχωρήσεις» έναντι της Τουρκίας μέσω ορισμένων «μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης» στο Αιγαίο και με το βλέμμα στραμμένο και σε καίρια ζητήματα υφαλοκρηπίδας (οι ίδιες φήμες συνδέουν με αυτό το ζήτημα την παραίτηση του αντιστράτηγου Ν. Ζαχαριάδη, επικεφαλής της αντιπροσωπίας για τα ΜΟΕ). Τώρα, με την προκήρυξη βουλευτικών εκλογών, το ζήτημα λογικά «παγώνει». Αλλά δεν κλείνει. Αντιθέτως, η επόμενη κυβέρνηση και ο Ερντογάν θα έχουν ενδιαφέρουσες θέσεις να «ανταλλάξουν» για το Αιγαίο. Οπως και άλλες, έτσι και η επόμενη ελληνική κυβέρνηση -της Νέας Δημοκρατίας, όπως πιθανολογείται ιδιαίτερα- θα φέρει κατά βάση τα βάρη και τις ζημιές της περιόδου Σημίτη: τις ημέρες του «εκσυγχρονιστή» πρωθυπουργού, η κυβέρνησή του, μετά τον τρόμο της «νύχτας των Ιμίων», συζήτησε με μια Τουρκία η οποία έθεσε αμέσως μετά τα Ιμια ζήτημα «γκρίζων» περιοχών στο Αιγαίο και μάλιστα την επόμενη χρονιά ο Κ. Σημίτης της αναγνώρισε νόμιμα και ζ ω τ ι κ ά συμφέροντα στο Αιγαίο (συμφωνία Σημίτη-Ντεμιρέλ στη Μαδρίτη, 1997). Στη συνέχεια, ο κ. Σημίτης άνοιξε τον δρόμο για την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην Ε.Ε. και στο «Ελσίνκι» δέχθηκε διατύπωση για ύπαρξη «συνοριακών διαφορών» με την Τουρκία. Ακολούθως, προχώρησε σε γύρους απόρρητων «διερευνητικών» συνομιλιών με την Αγκυρα για χωρικά ύδατα και υφαλοκρηπίδα, χωρίς να καταλήξει σε κανένα αποτέλεσμα, μη αφήνοντας μάλιστα πρακτικά των συζητήσεων εκείνων, παρά μόνο κάποιες «σημειώσεις» στην επόμενη κυβέρνηση (Κ. Καραμανλή). Ετσι, με την Τουρκία σοβαρά ενισχυμένη στο Αιγαίο την τριετία 1996-99, τελείωσε κατά τον χειρότερο τρόπο τον κύκλο του ο Κ. Σημίτης στον στίβο της πολιτικής στα Ελληνοτουρκικά.
Η κυβέρνηση της περιόδου 2004- 2009, εκτιμώντας ότι η «κληρονομιά Σημίτη» θα οδηγούσε τον «διάλογο» με την Τουρκία σε δικά της, μονομερή κέρδη, δεν «ανοίχτηκε» και αρκέστηκε στο να καλλιεργεί ένα «καλό κλίμα» με τη γείτονα χώρα. Στον ίδιο δρόμο, ουσιαστικά, κινήθηκαν και οι επόμενες κυβερνήσεις, με πνεύμα «κατευνασμού» της Τουρκίας και κύριο άξονα την προβολή των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας κατά τα οριζόμενα από το Διεθνές Δίκαιο. Τώρα, ο κ. Σημίτης, που έκανε τις χειρότερες επιλογές στα Ελληνοτουρκικά, αλλά και ποτέ δεν τόλμησε να προχωρήσει σε συμφωνίες με την Τουρκία για το Αιγαίο (κάθε πολιτικός φοβάται τις λεμονόκουπες, όπως έγραφε το 1990 ο Παναγιώτης Κονδύλης), δίνει… συμβουλές από απόσταση ασφαλείας. Διαισθάνεται, όπως και πολλοί Ελληνες, ότι ο «διεθνής παράγων» πρόκειται να αυξήσει την πίεση για «διάλογο» Ελλάδας-Τουρκίας και έτσι… ξεμυτάει σήμερα ως «σοφός», δήθεν.
Η αλήθεια είναι, πάντως, ότι στα ζητήματα επίδειξης «ρεαλισμού» στα Ελληνοτουρκικά οι Κ. Σημίτης και Αλ. Τσίπρας συναντώνται πνευματικώς στην ίδια γραμμή.