Tα εκλογικά αποτελέσματα της 26ης Μαΐου και η μάχη του Ιουλίου φέρνουν ολόκληρη την πολιτική τάξη να είναι υποχρεωμένη, βαδίζοντας προς τις κάλπες, να ετοιμαστεί για μια αποφασιστική αναμέτρησή της με την αλήθεια: Οταν μία χώρα είναι βαριά φορτωμένη με προβλήματα τα οποία αδυνατεί να αντιμετωπίσει, τότε το μόνο που μπορεί να αποτρέψει τον μαρασμό της είναι η ριζική αλλαγή των παραγωγικών δομών της σε κάθε επίπεδο. Αλλιώς, η πολυπόθητη «ανασυγκρότηση» διαρκώς θα αναβάλλεται.

Αν, λοιπόν, τα σήμερα ισχύοντα δεν ανατραπούν από δημιουργικές δυνάμεις της χώρας, τότε η πίστη των πολιτών στην πολιτική θα συρρικνωθεί και οι εκλογικές αναμετρήσεις θα μετατραπούν οριστικά σε υποθέσεις εσωτερικής κατανάλωσης κομματικών προϊόντων άνευ πολιτικού ενδιαφέροντος. Ας το έχουν αυτό υπ’ όψιν και η ανερχόμενη Νέα Δημοκρατία και ο κατερχόμενος ΣΥΡΙΖΑ και η παραζαλισμένη «Κεντροαριστερά», όταν θα αναλάβουν τους νέους ρόλους τους μετεκλογικά.

Η σημερινή Ελλάδα έχει προ πολλού εισέλθει σε μια περίοδο πλούσια σε παρακμιακά στοιχεία, που δεν μπορεί πλέον να πάρει τέλος χωρίς μείζονες δομικές αλλαγές και εσωτερικές «δημιουργικές καταστροφές», με ταχείες νομοθετικές αλλαγές στα όσα ορίζονται για τη λειτουργία της οικονομίας και της δημόσιας διοίκησης, για την αναβάθμιση της παρεχόμενης δημόσιας εκπαίδευσης στις τρεις βαθμίδες της και για την ανάπτυξη τεχνικού πολιτισμού. Εως σήμερα, τα κόμματα εξουσίας εμφανίστηκαν ανίκανα να αντιμετωπίσουν τη βαθιά παραγωγική κρίση και απροετοίμαστα μπροστά στην ανάληψη του βάρους της. Και έδειξαν ότι οι πνευματικές δυνάμεις και το ψυχικό σθένος όλων τους έχουν καταπέσει.

Τα πράγματα δείχνουν, πλέον, ότι επίκειται μεταβίβαση της διακυβέρνησης της χώρας από τον αποτυχόντα ΣΥΡΙΖΑ στην πολλά υποσχόμενη Νέα Δημοκρατία. Προκύπτει, λοιπόν, αναπόφευκτα το ερώτημα: Θα μπορέσει μια κυβέρνηση της ενισχυμένης, σήμερα, Νέας Δημοκρατίας να δώσει μετεκλογικά μια «φόρα» στα εθνικά πράγματα, να ενισχύσει τους θεσμούς και το Κράτος Δικαίου, να καλλιεργήσει μια νέα συλλογική συνείδηση στην πολιτική σκηνή και στην κοινωνία; Το ερώτημα διατυπώνεται, διότι «τα ψέματα τέλειωσαν». Η εθνική κατάσταση είναι πλέον τόσο άσχημη ώστε μια συμβατική διαχείριση με «παραδοσιακά» εργαλεία και κομματικό εγωισμό θα οδηγήσει μόνο σε μακρύ «σούρσιμο» των πραγμάτων, με τελικό προορισμό τον οικονομικό αφανισμό της Ελλάδας και ενδεχομένως σε σοβαρές εθνικές απώλειες.

Η επόμενη κυβέρνηση θα μπορέσει να πετύχει στόχους μόνο παίρνοντας πριν απ’ όλα υπ’ όψιν της τα δεδομένα της σημερινής παρακμιακής κατάστασης, πέρα από τα τεχνικά οικονομικά στοιχεία της: Σήμερα, είναι ολοφάνερο ότι ευρεία συνείδηση κοινότητας πολιτών με σεβασμό στα συλλογικά αγαθά, με πίστη στη μόρφωση, στο εργασιακό ήθος και σε συλλογικές αξίες δεν υφίσταται στην Ελλάδα. Ετσι, με εξαντλημένες τις ζωτικές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας, δεν υφίσταται και η απαιτούμενη πολιτική ενότητα για την αντιμετώπιση των κινδύνων που απειλούν τη χώρα.

Η Ελλάδα δείχνει να έχει χάσει εντελώς τον δυναμισμό και την αυτοπεποίθησή της, μετά και τις «μνημονιακές» καταιγίδες. Αυτές αποκάλυψαν πως μια ολόκληρη κοινωνία ήταν επί έτη εθισμένη σε μια ζωή πάνω από το όριο των πραγματικών δυνατοτήτων της, γεμάτη ψευδαισθήσεις και παράσιτα. Ξοδεύτηκε ανέμελα στη Μεταπολίτευση πολύς και πολύτιμος πολιτικός χρόνος, η χώρα έμεινε «πίσω», η κοινότητα των μορφωμένων πολιτών συρρικνώθηκε.

Ο ελληνικός ουρανός εξακολουθεί να είναι σκοτεινός. Είναι, άραγε, ανεπανόρθωτη η εθνική ζημιά; Η επόμενη πολιτική ηγεσία που θα αναλάβει αύριο το βαρύ φορτίο της εθνικής κρίσης και της «εμπειρίας ΣΥΡΙΖΑ» θα κινηθεί σε μια πραγματικότητα που ορίζεται από τα παραπάνω παρακμιακά δεδομένα. Αν αυτά δεν ανατραπούν με ένα ισχυρό συλλογικό πνεύμα εθνικής ανασυγκρότησης, με νέα πολιτική πνοή, τότε οι Ελληνες θα υποχρεωθούμε να εορτάσουμε τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821 με την Ελλάδα βαριά ηττημένη εν καιρώ ειρήνης.