Mπορεί να βρίσκεται αυτήν την περίοδο η Ελλάδα, όντως, μέσα σε κάτι που μοιάζει με κλοιό προστασίας από Αμερικανούς κατά πρώτο λόγο και από Ευρωπαίους κατά δεύτερο. Από εκεί και πέρα, όμως, οι Σύμμαχοι και οι εταίροι της δεν υποκαθιστούν τις ελληνικές κυβερνήσεις στα έργα τους, τα θεσμικά όργανα της χώρας, τη διπλωματία, τα στρατηγικά κέντρα, τη διοικητική μηχανή της. Δυστυχώς, η πολιτική Αθήνα διαρκώς «περιμένει» από την Ουάσινγκτον και από την πολιτική «αλληλεγγύη» των Ευρωπαίων. Οι ελληνικές κυβερνήσεις αφήνουν και σήμερα, όπως το συνηθίζουν εδώ και χρόνια, να δημιουργείται «υλικό» από ελιγμούς και κινήσεις της Τουρκίας στη σκακιέρα, για να αναζητά στη συνέχεια η Αθήνα «απαντήσεις» στην Αγκυρα. Αυτό συμβαίνει και σήμερα.

Επικαλείται σταθερά -και καλά κάνει- η ελληνική πλευρά τα οριζόμενα από το Διεθνές Δίκαιο, αλλά δεν τα αξιοποιεί όπως θα έπρεπε με αποφάσεις της και με έντονη νομική δράση στους διεθνείς οργανισμούς, απέναντι σε μια Τουρκία που δεν συγκινείται από τους κανόνες της διεθνούς έννομης τάξης και κινείται δραστήρια σε πολιτικό και νομικό επίπεδο, για να στηρίξει τις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο και στην Αν. Μεσόγειο.

Οι ελληνικές κυβερνήσεις τις τελευταίες δεκαετίες παρέλειψαν να λάβουν υπόψη τους μια σειρά από «σήματα» της Τουρκίας που προδιέγραφαν επόμενες στρατηγικές κινήσεις της. Ετσι, για παράδειγμα η άρνησή της να «αναγνωρίσει» υφαλοκρηπίδα στα νησιά δεν αφορούσε αποκλειστικά το Αιγαίο, αλλά συνδεόταν και με την πρόθεσή της να συρρικνώσει αργότερα -με «μοχλό» το Καστελλόριζο- την ελληνική ΑΟΖ - κατ’ ουσίαν να την «εξαφανίσει» στη Μεσόγειο έως τα χωρικά ύδατα της Κρήτης. Επίσης, εκτίμησε λανθασμένα η ελληνική πλευρά τη στρατηγική της Αγκυρας για επεκτάσεις της τουρκικής «επιρροής» σε γειτονικές χώρες ήδη από την περίοδο Οζάλ, τις «γκρίζες ζώνες» σε σχέση με την «ευρωπαϊκή πορεία» της Τουρκίας. Στο δε Κυπριακό, η Αθήνα, αποφεύγοντας να μετρήσει το βάθος της τουρκικής στρατηγικής, δεν έπιασε τα «σήματα» της Τουρκίας, που κατασκεύασε νωρίς, το 1983, ένα «κράτος» στα κατεχόμενα εδάφη και ουδέποτε δέχτηκε συζήτηση για απόσυρση των στρατιωτικών δυνάμεών της στο νησί και για ακύρωση των «εγγυήσεων». Για την Τουρκία, η Κύπρος είναι η πρώτη «κατάκτησή» της μετά το 1923, μια εξόχως σημαντική στρατιωτική βάση της στην Αν. Μεσόγειο, και γι’ αυτό θεωρεί ότι θα πρέπει οπωσδήποτε να «ελέγχεται» το νησί ολικώς ή μερικώς από την Αγκυρα, όποια λύση κι αν θα δινόταν στο Κυπριακό.

Ολα αυτά τα ζητήματα εξελίσσονται σήμερα επάνω σε «γραμμές» που ποτέ δεν έκρυψε η Τουρκία από τις ελληνικές κυβερνήσεις. Δυστυχώς, η Αθήνα είναι στην παρούσα φάση ανέτοιμη να αντιμετωπίσει με συγκροτημένη πολιτική τη «βεντάλια» που έχει ανοίξει η ισλαμική Τουρκία στις θάλασσες της φανταστικής «γαλάζιας πατρίδας» του Ερντογάν. Το γεγονός ότι οι πολιτικές που ασκεί η Αγκυρα στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο οφείλονται σε έναν βαθμό και σε παραισθήσεις του μεγαλομανούς Τούρκου προέδρου δεν σημαίνει ότι η Αθήνα δεν είναι υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει άμεσα όλα τα ζητήματα που «ανοίγει» η τουρκική κυβέρνηση τούτη την ώρα.

Η προεκλογική περίοδος δεν μπορεί να αποτελεί «άλλοθι» αδρανείας και καθυστερημένων αντιδράσεων για την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση. Κάθε ημέρα που περνά, η Τουρκία αυξάνει την πίεση και δοκιμάζει όλα τα πολιτικά και στρατιωτικά μέσα που διαθέτει απέναντι στην Αθήνα, με εμφανή την πρόθεσή της να εξαναγκάσει την ελληνική πλευρά σε «αναθεώρηση» των θέσεών της στο Αιγαίο και την Αν. Μεσόγειο και να «ξεχάσει» ότι το Καστελλόριζο μπορεί να έχει υφαλοκρηπίδα. Δεν υπάρχει περιθώριο για καθυστερήσεις.

Ο πολιτικός χρόνος σε αυτή τη μείζονα υπόθεση δεν μπορεί να κόβεται από την Αθήνα σε προεκλογικό και μετεκλογικό χρόνο. Ο Ταγίπ Ερντογάν το γνωρίζει καλά αυτό.