Ανάγκη προετοιμασίας για το «ξαφνικό»
Αυτή την ώρα, η Αθήνα δείχνει πως υπολογίζει σοβαρά στη διμερή στρατιωτική συνεργασία της με τις ΗΠΑ
Οι πιο απαισιόδοξοι παρατηρητές των ελληνικών πραγμάτων, με πρώτο τον πολιτικό φιλόσοφο Παναγιώτη Κονδύλη, το 1991, έως τους διαχρονικά πιο ανήσυχους βετεράνους της διπλωματίας, έχουν διακινδυνεύσει την πρόβλεψη ότι, αν η Ελλάδα δεν υιοθετήσει εγκαίρως άλλες πολιτικές έναντι της επιθετικής Τουρκίας και αν δεν προχωρήσει επειγόντως σε μια πολιτική επανεξοπλισμού, μια «αναθεωρημένη αμυντική πολιτική», όπως το θέτει ο διόλου «ακραίων» απόψεων Θ. Ντόκος, διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ, τότε μπορεί στο άμεσο μέλλον να αντιμετωπίσει σοβαρούς «υπαρξιακούς κινδύνους».
Αλλοι αναλυτές, γνωστοί για τις μετριοπαθώς διατυπωμένες απαισιόδοξες απόψεις τους, όπως ο διπλωματικός αναλυτής και αρθρογράφος της «Καθημερινής» Κ. Ιορδανίδης, αμφισβητούν σήμερα το αν ουσιαστικά «υφίσταται» η χώρα μας, αφού «έχει απολέσει κάθε κυριαρχία στον οικονομικό αλλά και σε άλλους τομείς - μέχρις ενός σημείου και στην εξωτερική πολιτική». Και ο πλέον σημαντικός πολιτικός διανοούμενος της Κεντροαριστεράς, ο καθηγητής Γιάννης Βούλγαρης, γράφει, βλέποντας τη μεγάλη εικόνα της χώρας, πως «υπάρχει ο κίνδυνος να παγιδευτεί η Ελλάδα σε μια χαμηλή πτήση διαρκείας, καθώς δρουν πλέον τάσεις εθνικού μαρασμού δομικού χαρακτήρα». Σκληρές επισημάνσεις από «διαβασμένους» αναλυτές.
Οσοι σοβαρά προβληματίζονται με τη διπλωματία και την άμυνα της χώρας στο παρόν εθνικό σκηνικό υπογραμμίζουν την άμεση σύνδεση της κατάστασης της εθνικής οικονομίας με την άμυνα της Ελλάδας και, εντέλει, με τη διατήρηση του συνόλου της εθνικής κυριαρχίας της.
Οι ανησυχίες δεν είναι αβάσιμες. Δεκαετίες αδράνειας και σοβαρών ελληνικών λαθών, που ευνόησαν καθοριστικά την Τουρκία, μας στέλνουν τώρα τον «λογαριασμό». Είναι πλέον φανερό ότι η Ελλάδα, οικονομικά αδύναμη και ανασφαλής, είναι πλέον «βιδωμένη» σε μια αμυντική θέση, προσπαθώντας να προφυλαχθεί από τη δυνατή τουρκική «βροχή». Και η όλη κατάσταση δείχνει ότι η Τουρκία του Ερντογάν εμφανίζεται σήμερα αισιόδοξη πως θα συρρικνώσει την ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο, στην Ανατολική Μεσόγειο, και θα «ελέγξει» τη Θράκη - και μάλιστα «αναίμακτα», κατά πάσα πιθανότητα.
Ο υπογράφων αυτήν τη στήλη δεν ανήκε ποτέ στη «χαρούμενη» δημοσιογραφία, που «ηρεμεί» και στρογγυλεύει τα πράγματα, για να μη στενοχωρήσει πολίτες και πολιτικούς. Χωρίς, λοιπόν, να αμφισβητείται σήμερα η πρόθεση μιας νέας κυβέρνησης για την επίτευξη μιας εθνικά απαραίτητης ανάκαμψης, ούτε και να παραγνωρίζεται η ανάγκη μιας ταλαιπωρημένης ελληνικής κοινωνίας για μια ανάσα αισιοδοξίας, δεν θα προσφέρει καλές υπηρεσίες αυτή την ώρα η παράκαμψη των «δυσάρεστων» στοιχείων, που προδιαγράφουν άσχημες εθνικές εξελίξεις.
Τα πράγματα είναι πλέον καθαρά: Αν η πολιτική τάξη εξουσίας δεν αλλάξει «ρότα» στη διαχείριση των υποθέσεων εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας, η Ελλάδα, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θα υποταγεί στις απαιτήσεις της Τουρκίας, η οποία ελπίζει βάσιμα σήμερα πως μπορεί με μέθοδο και υπομονή να «δορυφοροποιήσει» τελικά τη χώρα μας. Οσο για την Κύπρο, εκεί η Αγκυρα ήδη «παίζει» κατά βούληση με την αδύναμη θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας και με την Αθήνα σε διαρκή αμηχανία. Αυτή την ώρα, η Αθήνα, στερούμενη σχεδίου εθνικής στρατηγικής και αρραγούς εσωτερικού μετώπου, δείχνει πως υπολογίζει σοβαρά στη διμερή στρατιωτική συνεργασία της με τις ΗΠΑ, στη συμμαχία της με το Ισραήλ και την Αίγυπτο στην Ανατολική Μεσόγειο και στις αυστηρές «παρατηρήσεις» της Ε.Ε. προς την Τουρκία. Ομως, τίποτε από αυτά τα πράγματι σημαντικά δεν εγγυάται μια άμεση στρατιωτική στήριξη προς την Ελλάδα, αν ο «απρόβλεπτος» Ερντογάν αποφασίσει ένα «χτύπημα» κατά της χώρας μας για τη δημιουργία «τετελεσμένων» σε στρατηγικά «σημεία», που τον ενδιαφέρουν. Πέρα από το ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν ακόμη αποφασίσει ένα «διαζύγιο» με την Τουρκία, η Ελλάδα σε «ώρα μάχης» δεν θα έχει να υπολογίζει σε καμία «παρέμβαση» από μια νωθρή Ευρωπαϊκή Ενωση, που «περιέρχεται ραγδαία στο διεθνές γεωπολιτικό περιθώριο και καθίσταται ασήμαντη», κατά πρόσφατη διατύπωση του Καρλ Μπιλντ, πρώην πρωθυπουργού της Σουηδίας.
Η Ελλάδα θα κληθεί να αντιμετωπίσει μόνη της, με τις δικές της επιχειρησιακές δυνάμεις, μια ενδεχόμενη «καταιγίδα» από την άλλη όχθη του Αιγαίου, γι’ αυτό και θα πρέπει να προετοιμαστεί καταλλήλως, το ταχύτερο δυνατόν, απέναντι σε αυτό το ενδεχόμενο.
Αλλοι αναλυτές, γνωστοί για τις μετριοπαθώς διατυπωμένες απαισιόδοξες απόψεις τους, όπως ο διπλωματικός αναλυτής και αρθρογράφος της «Καθημερινής» Κ. Ιορδανίδης, αμφισβητούν σήμερα το αν ουσιαστικά «υφίσταται» η χώρα μας, αφού «έχει απολέσει κάθε κυριαρχία στον οικονομικό αλλά και σε άλλους τομείς - μέχρις ενός σημείου και στην εξωτερική πολιτική». Και ο πλέον σημαντικός πολιτικός διανοούμενος της Κεντροαριστεράς, ο καθηγητής Γιάννης Βούλγαρης, γράφει, βλέποντας τη μεγάλη εικόνα της χώρας, πως «υπάρχει ο κίνδυνος να παγιδευτεί η Ελλάδα σε μια χαμηλή πτήση διαρκείας, καθώς δρουν πλέον τάσεις εθνικού μαρασμού δομικού χαρακτήρα». Σκληρές επισημάνσεις από «διαβασμένους» αναλυτές.
Οσοι σοβαρά προβληματίζονται με τη διπλωματία και την άμυνα της χώρας στο παρόν εθνικό σκηνικό υπογραμμίζουν την άμεση σύνδεση της κατάστασης της εθνικής οικονομίας με την άμυνα της Ελλάδας και, εντέλει, με τη διατήρηση του συνόλου της εθνικής κυριαρχίας της.
Οι ανησυχίες δεν είναι αβάσιμες. Δεκαετίες αδράνειας και σοβαρών ελληνικών λαθών, που ευνόησαν καθοριστικά την Τουρκία, μας στέλνουν τώρα τον «λογαριασμό». Είναι πλέον φανερό ότι η Ελλάδα, οικονομικά αδύναμη και ανασφαλής, είναι πλέον «βιδωμένη» σε μια αμυντική θέση, προσπαθώντας να προφυλαχθεί από τη δυνατή τουρκική «βροχή». Και η όλη κατάσταση δείχνει ότι η Τουρκία του Ερντογάν εμφανίζεται σήμερα αισιόδοξη πως θα συρρικνώσει την ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο, στην Ανατολική Μεσόγειο, και θα «ελέγξει» τη Θράκη - και μάλιστα «αναίμακτα», κατά πάσα πιθανότητα.
Ο υπογράφων αυτήν τη στήλη δεν ανήκε ποτέ στη «χαρούμενη» δημοσιογραφία, που «ηρεμεί» και στρογγυλεύει τα πράγματα, για να μη στενοχωρήσει πολίτες και πολιτικούς. Χωρίς, λοιπόν, να αμφισβητείται σήμερα η πρόθεση μιας νέας κυβέρνησης για την επίτευξη μιας εθνικά απαραίτητης ανάκαμψης, ούτε και να παραγνωρίζεται η ανάγκη μιας ταλαιπωρημένης ελληνικής κοινωνίας για μια ανάσα αισιοδοξίας, δεν θα προσφέρει καλές υπηρεσίες αυτή την ώρα η παράκαμψη των «δυσάρεστων» στοιχείων, που προδιαγράφουν άσχημες εθνικές εξελίξεις.
Τα πράγματα είναι πλέον καθαρά: Αν η πολιτική τάξη εξουσίας δεν αλλάξει «ρότα» στη διαχείριση των υποθέσεων εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας, η Ελλάδα, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θα υποταγεί στις απαιτήσεις της Τουρκίας, η οποία ελπίζει βάσιμα σήμερα πως μπορεί με μέθοδο και υπομονή να «δορυφοροποιήσει» τελικά τη χώρα μας. Οσο για την Κύπρο, εκεί η Αγκυρα ήδη «παίζει» κατά βούληση με την αδύναμη θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας και με την Αθήνα σε διαρκή αμηχανία. Αυτή την ώρα, η Αθήνα, στερούμενη σχεδίου εθνικής στρατηγικής και αρραγούς εσωτερικού μετώπου, δείχνει πως υπολογίζει σοβαρά στη διμερή στρατιωτική συνεργασία της με τις ΗΠΑ, στη συμμαχία της με το Ισραήλ και την Αίγυπτο στην Ανατολική Μεσόγειο και στις αυστηρές «παρατηρήσεις» της Ε.Ε. προς την Τουρκία. Ομως, τίποτε από αυτά τα πράγματι σημαντικά δεν εγγυάται μια άμεση στρατιωτική στήριξη προς την Ελλάδα, αν ο «απρόβλεπτος» Ερντογάν αποφασίσει ένα «χτύπημα» κατά της χώρας μας για τη δημιουργία «τετελεσμένων» σε στρατηγικά «σημεία», που τον ενδιαφέρουν. Πέρα από το ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν ακόμη αποφασίσει ένα «διαζύγιο» με την Τουρκία, η Ελλάδα σε «ώρα μάχης» δεν θα έχει να υπολογίζει σε καμία «παρέμβαση» από μια νωθρή Ευρωπαϊκή Ενωση, που «περιέρχεται ραγδαία στο διεθνές γεωπολιτικό περιθώριο και καθίσταται ασήμαντη», κατά πρόσφατη διατύπωση του Καρλ Μπιλντ, πρώην πρωθυπουργού της Σουηδίας.
Η Ελλάδα θα κληθεί να αντιμετωπίσει μόνη της, με τις δικές της επιχειρησιακές δυνάμεις, μια ενδεχόμενη «καταιγίδα» από την άλλη όχθη του Αιγαίου, γι’ αυτό και θα πρέπει να προετοιμαστεί καταλλήλως, το ταχύτερο δυνατόν, απέναντι σε αυτό το ενδεχόμενο.