Στα νησιά η Ελλάδα αναστενάζει και η Σάμος μας παρακαλεί...
O ορίζοντας των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι σκοτεινός και όλα δείχνουν ότι έτσι θα είναι για πολύ καιρό ακόμα. Κι αυτό θα συμβαίνει άσχετα με την υπόθεση της Συρίας. Το καθεστώς Ερντογάν ξεδιπλώνει κατά κύματα τις ξεκάθαρα εχθρικές πολιτικές του προς την Ελλάδα, που υποδέχεται συνεχώς μεταναστευτικές «ροές» από τις τουρκικές ακτές και πολιτεύεται αμυντικά, «με το δάκτυλο στη σκανδάλη» στο Αιγαίο, περιμένοντας τα χειρότερα. Ουσιαστικά, η πολιτική ηγεσία της χώρας μας, κυβέρνηση και αντιπολίτευση, δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται ακριβώς το τι σημαίνουν για την υπόσταση της χώρας μας όσα συμβαίνουν στα νησιά, τα όσα τρομερά συμβαίνουν αυτές τις ημέρες στη Σάμο.
Ο κρατικός μηχανισμός μάταια περιμένει εντολές από το «κέντρο», οι πληττόμενες κοινωνίες και οι δήμαρχοί τους απελπίζονται. Οι «αρμόδιοι» μπροστά στο Μεταναστευτικό χάνονται στη μετάφραση νόμων, διεθνών κανόνων και διαδικασιών και δεν προχωρούν σε αποφάσεις για τις επείγουσες δράσεις που πρέπει να αναληφθούν ταχέως στα νησιωτικά εδάφη, όπου τα προβλήματα διογκώνονται καθημερινά. Ελλάδα και Τουρκία κινούνται, δυστυχώς, με διαφορετικές ταχύτητες σε όλα τα «μέτωπα» στα οποία οι δύο χώρες συναντώνται. Η Τουρκία ανοίγει με γοργές κινήσεις μέτωπα που ελπίζει (όχι αβάσιμα) ότι θα της επιτρέψουν να συλλέξει σημαντικά στρατηγικά κέρδη σ’ ένα ορατό μέλλον από την Αθήνα και τη Λευκωσία.
Η Ελλάδα προβάλλει την επιχειρησιακή ετοιμότητα των Ενόπλων Δυνάμεών της, και περιμαζεύει τα υπολείμματα της αποτυχημένης πολυετούς πολιτικής του «κατευνασμού». Δεν τολμά να σχεδιάσει κάτι άλλο. Αμύνεται μόνο σε διεθνή διπλωματικά πεδία απέναντι στη λαίλαπα του «Μεταναστευτικού-Προσφυγικού», που διαχειρίζεται ο κ. Ερντογάν τραυματίζοντας υπολογισμένα το ανατολικό νησιωτικό μέτωπο της Ελλάδας. Από εκεί και πέρα, όπως αποδείχθηκε και από το πρόσφατο ραντεβού «κορυφής» Μητσοτάκη - Ερντογάν στη Νέα Υόρκη, η ελληνοτουρκική «προσέγγιση» αγγίζει, με πολιτικούς όρους, τον βαθμό μηδέν. Η Τουρκία ακούει «βερεσέ» τα περί σεβασμού των κανόνων του διεθνούς δικαίου.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις άργησαν απελπιστικά να κατανοήσουν ότι η Τουρκία οργανώθηκε τις τελευταίες δεκαετίες με τρόπο που θα της έδινε σε έναν «κατάλληλο» χρόνο τη δυνατότητα να στηρίξει τις διεκδική σεις της από την Ελλάδα στο πεδίο μίας αδιαμφισβήτητης στρατιωτικής υπεροχής της. Τα υπόλοιπα, «διερευνητικές» επαφές, επιτροπές, αναφορές στο ευρωπαϊκό δίκαιο, στη διεθνή νομιμότητα, οι επισκέψεις, οι χειραψίες και τα χαμόγελα, όλα αυτά ήταν για να περνάει ο καιρός, έως ότου αποκτήσει μεγάλο μέγεθος η στρατιωτική δύναμη της Τουρκίας.
Η Αγκυρα έκτισε με επιμέλεια τις πολιτικές της σε Αιγαίο, Θράκη και Μεσόγειο, διαπιστώνοντας ότι η παραγωγική βάση της Ελλάδας διαρκώς αδυνάτιζε, το ίδιο και ο κοινωνικός δυναμισμός της χώρας μας, ότι η ελληνική πολεμική βιομηχανία έφθινε, ότι σε κάθε τομέα της σύγχρονης τεχνολογίας η ελληνική πλευρά έμενε πίσω, ενώ, αντιθέτως, η τουρκική πλευρά στο ίδιο πεδίο «πατούσε γκάζι». Αυτά όλα έγιναν και κινούνται συνεχώς χωρίς διακοπή βάσει σχεδίου εδώ και μια 20ετία και άσχετα με τις εσωτερικές εξελίξεις και τα εξωτερικά προβλήματα της Τουρκίας, άσχετα από το Κουρδικό και από τους συσχετισμούς δυνάμεων μεταξύ κεμαλιστών και ισλαμιστών στη χώρα του Ερντογάν. Και δεν πρέπει σήμερα να υπολογιστεί λανθασμένα από την Αθήνα το εθνικιστικό, ελάχιστα ελεγχόμενο, παραλήρημα του Ερντογάν. Ο φανατικός Τούρκος πρόεδρος όσα λέει τα εννοεί και διαθέτει γι’ αυτό και «θεωρία» και «ιστορική ανάλυση». Η γύρω περιοχή μας ποτέ δεν θα είναι όπως ήταν για δεκαετίες μεταπολεμικά. Στις νέες γεωπολιτικές «εξισώσεις» της Τουρκίας, η Ελλάδα έχει τη δική της θέση, ως χώρα προσφερόμενη στον ισλαμιστή χιτλερίσκο για «κατακτήσεις». Για την ώρα, οι αθηναϊκές ελίτ, όλες, φαίνεται να «υπνωτίζονται» από τις πολιτικές του Ερντογάν και αδυνατούν να συνεργασθούν μεταξύ τους στο εσωτερικό μέτωπο. Οι μεγάλες αποφάσεις αποφεύγονται. Ετσι, στο βιβλίο της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας παραμένουν ακόμα άγραφες οι σελίδες του κεφαλαίου περί πλαισίου εθνικής στρατηγικής.
Ο κρατικός μηχανισμός μάταια περιμένει εντολές από το «κέντρο», οι πληττόμενες κοινωνίες και οι δήμαρχοί τους απελπίζονται. Οι «αρμόδιοι» μπροστά στο Μεταναστευτικό χάνονται στη μετάφραση νόμων, διεθνών κανόνων και διαδικασιών και δεν προχωρούν σε αποφάσεις για τις επείγουσες δράσεις που πρέπει να αναληφθούν ταχέως στα νησιωτικά εδάφη, όπου τα προβλήματα διογκώνονται καθημερινά. Ελλάδα και Τουρκία κινούνται, δυστυχώς, με διαφορετικές ταχύτητες σε όλα τα «μέτωπα» στα οποία οι δύο χώρες συναντώνται. Η Τουρκία ανοίγει με γοργές κινήσεις μέτωπα που ελπίζει (όχι αβάσιμα) ότι θα της επιτρέψουν να συλλέξει σημαντικά στρατηγικά κέρδη σ’ ένα ορατό μέλλον από την Αθήνα και τη Λευκωσία.
Η Ελλάδα προβάλλει την επιχειρησιακή ετοιμότητα των Ενόπλων Δυνάμεών της, και περιμαζεύει τα υπολείμματα της αποτυχημένης πολυετούς πολιτικής του «κατευνασμού». Δεν τολμά να σχεδιάσει κάτι άλλο. Αμύνεται μόνο σε διεθνή διπλωματικά πεδία απέναντι στη λαίλαπα του «Μεταναστευτικού-Προσφυγικού», που διαχειρίζεται ο κ. Ερντογάν τραυματίζοντας υπολογισμένα το ανατολικό νησιωτικό μέτωπο της Ελλάδας. Από εκεί και πέρα, όπως αποδείχθηκε και από το πρόσφατο ραντεβού «κορυφής» Μητσοτάκη - Ερντογάν στη Νέα Υόρκη, η ελληνοτουρκική «προσέγγιση» αγγίζει, με πολιτικούς όρους, τον βαθμό μηδέν. Η Τουρκία ακούει «βερεσέ» τα περί σεβασμού των κανόνων του διεθνούς δικαίου.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις άργησαν απελπιστικά να κατανοήσουν ότι η Τουρκία οργανώθηκε τις τελευταίες δεκαετίες με τρόπο που θα της έδινε σε έναν «κατάλληλο» χρόνο τη δυνατότητα να στηρίξει τις διεκδική σεις της από την Ελλάδα στο πεδίο μίας αδιαμφισβήτητης στρατιωτικής υπεροχής της. Τα υπόλοιπα, «διερευνητικές» επαφές, επιτροπές, αναφορές στο ευρωπαϊκό δίκαιο, στη διεθνή νομιμότητα, οι επισκέψεις, οι χειραψίες και τα χαμόγελα, όλα αυτά ήταν για να περνάει ο καιρός, έως ότου αποκτήσει μεγάλο μέγεθος η στρατιωτική δύναμη της Τουρκίας.
Η Αγκυρα έκτισε με επιμέλεια τις πολιτικές της σε Αιγαίο, Θράκη και Μεσόγειο, διαπιστώνοντας ότι η παραγωγική βάση της Ελλάδας διαρκώς αδυνάτιζε, το ίδιο και ο κοινωνικός δυναμισμός της χώρας μας, ότι η ελληνική πολεμική βιομηχανία έφθινε, ότι σε κάθε τομέα της σύγχρονης τεχνολογίας η ελληνική πλευρά έμενε πίσω, ενώ, αντιθέτως, η τουρκική πλευρά στο ίδιο πεδίο «πατούσε γκάζι». Αυτά όλα έγιναν και κινούνται συνεχώς χωρίς διακοπή βάσει σχεδίου εδώ και μια 20ετία και άσχετα με τις εσωτερικές εξελίξεις και τα εξωτερικά προβλήματα της Τουρκίας, άσχετα από το Κουρδικό και από τους συσχετισμούς δυνάμεων μεταξύ κεμαλιστών και ισλαμιστών στη χώρα του Ερντογάν. Και δεν πρέπει σήμερα να υπολογιστεί λανθασμένα από την Αθήνα το εθνικιστικό, ελάχιστα ελεγχόμενο, παραλήρημα του Ερντογάν. Ο φανατικός Τούρκος πρόεδρος όσα λέει τα εννοεί και διαθέτει γι’ αυτό και «θεωρία» και «ιστορική ανάλυση». Η γύρω περιοχή μας ποτέ δεν θα είναι όπως ήταν για δεκαετίες μεταπολεμικά. Στις νέες γεωπολιτικές «εξισώσεις» της Τουρκίας, η Ελλάδα έχει τη δική της θέση, ως χώρα προσφερόμενη στον ισλαμιστή χιτλερίσκο για «κατακτήσεις». Για την ώρα, οι αθηναϊκές ελίτ, όλες, φαίνεται να «υπνωτίζονται» από τις πολιτικές του Ερντογάν και αδυνατούν να συνεργασθούν μεταξύ τους στο εσωτερικό μέτωπο. Οι μεγάλες αποφάσεις αποφεύγονται. Ετσι, στο βιβλίο της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας παραμένουν ακόμα άγραφες οι σελίδες του κεφαλαίου περί πλαισίου εθνικής στρατηγικής.