Επειδή, με δεδομένη την «κρίση», συνεχίζεται η κατάχρηση της λέξης «κανονικότητα» στην πολιτική σκηνή από πρόσωπα και κόμματα και επειδή πίσω από αυτή τη λέξη κρύβεται η αλήθεια για την πραγματική κατάσταση της χώρας μας, καλό θα ήταν να θυμηθούμε σήμερα κάποια πράγματα. Για να μην εξουδετερώνει την κρίση και τη μνήμη μας η «επικαιρότητα» που κατασκευάζουν οι κάθε χρώματος πολιτικοί ρήτορες. Η «κανονικότητα», λοιπόν, για την «επιστροφή» της οποίας όλοι καλούμεθα να προσευχηθούμε, είναι προφανώς αυτή που υπήρχε στην Ελλάδα πριν από το «σοκ» του 2010. Διότι άπαντες συμφωνούν στη δημόσια σκηνή πως τότε ξεκίνησε το εθνικό δράμα της «κρίσης», με το πρώτο Μνημόνιο, που στη συνέχεια ξεχαρβάλωσε τα πάντα στη χώρα με ένα δεύτερο, για να καταλήξει σε ένα τρίτο επί οικονομικών και κοινωνικών ερειπίων.

Όλα αυτά συνέβησαν, πράγματι. Μόνο που η Ελλάδα είχε (και έκρυβε) τα χάλια της πολύ πριν από την «κρίση» του 2010. Ο,τι σήμερα, εν έτει 2019, συζητείται στη δημόσια σκηνή σχετικά με χρέος, παραγωγική καθυστέρηση, ελλείψεις υποδομών και διοικητικής οργάνωσης, είναι μια θεματολογία περί μίας «κανονικότητας» την οποίαν, υποτίθεται, διέκοψαν τα «μνημόνια». Ουδέν ψευδέστερον τούτου, βεβαίως.

Πέρα από τα συσσωρευόμενα δανεικά και τη διαπιστωμένη παραγωγική καθυστέρηση, επί δεκαετίες λέγεται, γράφεται και καταγράφεται: Ότι στη χώρα μας είναι τεράστιες οι ελλείψεις στο σύστημα δημόσιας υγείας και σε μέσα, γιατρούς και νοσηλευτές στα νοσοκομεία, ότι είναι μεγάλες οι ελλείψεις διδακτικού προσωπικού και κατάλληλων κτιρίων στη δημόσια εκπαίδευση, ότι η Δικαιοσύνη υφίσταται πολιτικές πιέσεις, ότι οι «μεταρρυθμίσεις» στην Παιδεία διαδέχονται η μία την άλλη, ότι διαρκώς αναζητείται το σωστό σύστημα εισαγωγής σπουδαστών στα πανεπιστήμια, ότι η δημόσια διοίκηση πάσχει λόγω τεχνικών και νομικών αδυναμιών, ότι τα άνθη της διαφθοράς βρίσκουν εύκρατο κλίμα στον κρατικό μηχανισμό, ότι το φορολογικό σύστημα είναι κακό και ασταθές, ότι η γραφειοκρατία εμποδίζει την επιχειρηματική δραστηριότητα, ότι είναι μεγάλα τα κενά στα σώματα ασφαλείας με αυξανόμενη διαρκώς την εγκληματικότητα από τη δεκαετία του ’90, ότι υπάρχουν σοβαρές ελλείψεις σε πυροσβεστικά μέσα, ότι οι δημόσιες συγκοινωνίες πάσχουν, ότι η χώρα στερείται σύγχρονου σιδηροδρομικού δικτύου, ότι στα νησιά του Αιγαίου υπάρχουν δραματικές ελλείψεις σε σχολεία, σε ιατρικό προσωπικό και συγκοινωνιακά μέσα, ότι είναι άλυτο το πρόβλημα της σωστής διαχείρισης των σκουπιδιών, ότι στην Τοπική Αυτοδιοίκηση τα φαινόμενα κακοδιαχείρισης δίνουν και παίρνουν, ότι οι αυθαίρετοι συνεχώς «νομιμοποιούνται».

Έτσι, η Ελλάδα, σε πορεία διαρκούς καθυστέρησης, σε πολύ κακή κατάσταση, μακράν των ευρωπαϊκών μέσων όρων, κατέθεσε κάποια στιγμή εξουθενωμένη και καταχρεωμένη την «κανονικότητά» της στα πόδια των δανειστών της. Μοιραία και αναπόφευκτα, η ζωή των Ελλήνων άλλαξε δραματικά και η χώρα υποβαθμίστηκε διεθνώς. Αυτό που δεν άλλαξε ήταν η αυτοπεποίθηση των αρχιτεκτόνων της εθνικής κατρακύλας, οι οποίοι όχι μόνο έκρυψαν τα καταστροφικά «πεπραγμένα» τους πίσω από το «2010», αλλά εμφανίστηκαν στη συνέχεια ως η αυτονόητα κατάλληλη πολιτική δύναμη διαχείρισης της «κρίσης», την οποίαν υπέγραψε επίσης το διάδοχό της πολιτικό προσωπικό το 2015.

Τώρα όλοι μαζί, σε ένα τοπίο καταστροφής, παλαιοί και νέοι «διαχειριστές», κυνηγούν την... «επιστροφή στην κανονικότητα» - όταν δεν ασχολούνται με τις τέχνες της μικροπολιτικής και της ασημαντολογίας. Την ίδια ώρα, ορατά παραμένουν όλα τα τερατώδη χαρακτηριστικά της παρελθούσης «κανονικότητας».

Η λέξη «ανάπτυξη» έχει ευρύτατη χρήση στη δημόσια σκηνή. Αλλά μόνον αν όλα όσα συνθέτουν την «κανονικότητα» που γνώρισε η Ελλάδα πεταχτούν στον κάλαθο των αχρήστων, μόνο τότε και με σκληρή δουλειά μπορεί να οδηγηθεί η χώρα σε μια παραγωγική αναγέννηση. Προς το παρόν, όσα «εκκρεμή» και άλυτα ζητήματα προσπαθούν αγωνιωδώς να «τακτοποιήσουν» οι πολιτικές «ελίτ» δίνουν την εικόνα μίας χώρας που ζει σε έναν δικό της, παγωμένο ιστορικό χρόνο, σαν να βγήκε μόλις πριν από λίγο καιρό καθημαγμένη από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.