Ύστερα από πολλών ετών φαντασιώσεις, παραισθήσεις και πνευματική παραλυσία, εφέτος για πρώτη φορά γίνεται τόσο έντονα σαφές στον χώρο των πολιτικών «ελίτ» της Ελλάδας ότι η Τουρκία είναι ένας εχθρός που διεκδικεί με ευθείες πολεμικές απειλές εδάφη και κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας. Από τη δεκαετία του ’90 οι ελληνικές ηγεσίες αντιμετώπισαν την Τουρκία ως έναν «δύσκολο», πολιτικά άξεστο Ανατολίτη γείτονα, που θα ήταν δυνατόν να εκπολιτιστεί πολιτικά από τους Ευρωπαίους και να «συνετιστεί» από τη ΝΑΤΟϊκή σύμμαχο Ουάσινγκτον, με τη βοήθεια της γεμάτης κατανόηση και φιλειρηνική διάθεση Ελλάδας. Αυτή η συγκεκριμένη εκτίμηση της Αθήνας δεν ήταν μόνον η βάση μιας πολιτικής «θεωρίας» για τις ελληνοτουρκικές υποθέσεις. Συνοδεύτηκε από την απουσία ενός στρατιωτικού σχεδίου για την αντιμετώπιση των πολεμικών απειλών της Τουρκίας. Στον χώρο των πολιτικών «ελίτ» επικράτησε η άποψη ότι το στοιχείο της στρατιωτικής ισχύος της χώρας δεν θα έπρεπε να αποτελέσει παράγοντα που θα επηρέαζε τη διαμόρφωση των σχέσεων Αθήνας- Άγκυρας. (Φυσικά, στο πλαίσιο αυτό, ταχέως αποκρούστηκε το ίδιο διάστημα κάθε ιδέα για κάλυψη της Κύπρου στη βάση ενός «ενιαίου αμυντικού δόγματος»). Οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις υποστηρίχτηκαν από τις κυβερνήσεις με συμβατικές πολιτικές «ανανέωσης» διαφόρων οπλικών συστημάτων, ακόμα και μετά το τουρκικό casus belli, ακόμα και όταν η Τουρκία μετά τα «Ίμια» άνοιξε το επιθετικό «παιχνίδι» της με την προβολή της θεωρίας των «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο. Μάλιστα, ακριβώς σε εκείνο το κρίσιμο για τη συνέχεια χρονικό σημείο, η Αθήνα, αντί να ξεκινήσει μια στρατιωτική προπαρασκευή για την αντιμετώπιση της ευθείας διεκδίκησης από την Τουρκία ελληνικών εδαφών στο νησιωτικό πλέγμα του Αιγαίου, συνυπέγραψε, ως γνωστόν, το διαβόητο πολιτικό κείμενο της Μαδρίτης.

Η απουσία μίας τέτοιας προπαρασκευής κατέστησε όλα τα επόμενα χρόνια «ανάπηρη» την πολιτική της Αθήνας στα ελληνοτουρκικά ζητήματα. Απέναντι στις «φιλειρηνικές» ελληνικές ηγεσίες, η Τουρκία εξοπλιζόταν εντατικά και χωρίς διακοπή, αναπτύσσοντας σημαντικά και την πολεμική βιομηχανία της, ανανεώνοντας τεχνολογικά τα οπλικά συστήματά της.

Το 2000-2004, η ελληνική ηγεσία, «στον κόσμο της», δανειζόταν και ξόδευε τεράστια ποσά για την οργάνωση Ολυμπιακών Αγώνων, αλλά όχι και για την ποιοτική αναβάθμιση των οπλικών συστημάτων των Ενόπλων Δυνάμεων. Έτσι, με τον καιρό, μια πάνοπλη Τουρκία, με ηγέτη έναν υποστηρικτή του ριζοσπαστικού Ισλάμ, έφτασε να χαρακτηρίζει διά στόματός του την Ελλάδα περιφρονητικά «μικρό κράτος», να ονομάζει την ελληνική Θράκη «πύλη της καρδιάς μας προς την Ευρώπη» και τις θάλασσες της Ελλάδας και της Κύπρου «γαλάζια πατρίδα» της. Η Ελλάδα, χώρα με ιδιαίτερη γεωπολιτική θέση σε ένα σημαντικό στρατηγικό σταυροδρόμι Ανατολής-Δύσης και με ιστορικό αντίπαλο, απέναντί της, την επιθετική Τουρκία, δεν είναι δυνατόν να υπερασπίζεται υποθέσεις εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας χωρίς ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις υψηλού επιπέδου, άσχετα από την κατά καιρούς οικονομική κατάστασή της. Η Τουρκία, εδώ και χρόνια, εμφανίζεται ενώπιον της Ελλάδας, ντυμένη στρατιωτικά, σε διαρκή διάθεση για πολεμικά επεισόδια, με στόχο τη γεωπολιτική συρρίκνωσή της, με κατάργηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της στις θάλασσές της και «αυτονομιστικές» κινήσεις της Άγκυρας στη Θράκη (σύντομα θα ξεσπάσει κι αυτό). Και ο Ερντογάν δηλώνει πως «η Τουρκία είναι εναντίον οποιουδήποτε υποστηρίζει το Ισραήλ».

Απέναντι σε αυτά, το να ελέγχονται από κομματικούς και μιντιακούς κύκλους ηττημένων πολιτικών ως «φιλοπόλεμοι» ή «πολεμοχαρείς» όσοι στην Αθήνα ζητούν πολιτικές με αυξημένη στήριξη και εκσυγχρονισμό των Ενόπλων Δυνάμεων, σε διαρκή πολεμική ετοιμότητα, αποτελεί μία πρώτου μεγέθους ανοησία - αν μη τι άλλο.

Οι ξέπνοοι πολιτικοί φίλοι της αέναης «ψυχραιμίας» θα πρέπει κάποτε να αντιληφθούν ότι η Ελλάδα ζει εδώ και δεκαετίες διαρκώς υπό την πολεμική απειλή της Τουρκίας. Το ζητούμενο είναι απλό: να μπορεί η δημοκρατική πολιτική τάξη της χώρας μας να συνδυάσει με τον πιο αποδοτικό τρόπο τη δύναμη της διπλωματίας με τη στρατιωτική ισχύ της χώρας.