Τα «μηνύματα» που έρχονται από την πολιτική σκηνή για τη διαχείριση του «μετά» δεν μας κάνουν ιδιαιτέρως αισιόδοξους. Τα πρώτα δείγματα δεν είναι ενθαρρυντικά. Η κυβέρνηση αναφέρεται στις πολύ μεγάλες δυσκολίες και στις αλλαγές που μας περιμένουν, σε κλίμα ύφεσης, αλλά δεν φαίνεται έτοιμη να προσδιορίσει το «πώς» ακριβώς θα τις αντιμετωπίσει και περιορίζεται σε γενικότητες. Απέναντί της, η αξιωματική αντιπολίτευση, ημέρα με την ημέρα, επανέρχεται στις προ ιού συνήθειές της για αποδοκιμασία κάθε κυβερνητικής πράξης και επιπλέον ένα μικρό, αλλά μαχητικό, τμήμα της σκορπίζει πολιτικό φανατισμό στη δημόσια σκηνή. Ομως, τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, τα οποία έχουν ήδη συσσωρευτεί από την «καραντίνα», που έχει ελαχιστοποιήσει τις οικονομικές δραστηριότητες και πλήττει τα εισοδήματα πολλών, δεν θα είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν σε κλίμα πολιτικών εντάσεων και κομματικών αντιπαραθέσεων, του συνήθους «μοντέλου», και με απουσία σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης.

Αν, όπως λέγεται, ένας «άλλος» κόσμος θα ξεπροβάλει μετά το τέλος του υγειονομικού εφιάλτη, άλλο τόσο «άλλος» πρέπει να είναι ο τρόπος με τον οποίον οι πολιτικές ελίτ θα πρέπει να αρχίσουν να σκέπτονται για να σχηματίσουν (επιτέλους) μια νέα αντίληψη για τη χώρα μας.

Θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν στην πολιτική σκηνή ότι, πριν από το ξεκίνημα της εθνικής «καραντίνας», η κυβέρνηση του κ. Κυρ. Μητσοτάκη προσπαθούσε με ένα γενικό διοικητικό «συμμάζεμα», με πνεύμα ορθολογικό, να φτιάξει ένα καλύτερο οικονομικό κλίμα, με τον νου στην προσέλκυση επενδυτών. Και σε έναν βαθμό το πέτυχε αυτό. Ομως, δεν σημειώθηκε επενδυτική «έκρηξη», ούτε εμφανίστηκε σχέδιο για παραγωγική ανασυγκρότηση. Τέτοιο σχέδιο δεν υπήρξε ούτε πριν από το «μοιραίο» 2010, ούτε την επόμενη τετραετία, ούτε στην κυβερνητική πενταετία του ΣΥΡΙΖΑ. Κι αυτό σημαίνει ότι το καταφανώς αποτυχημένο παραγωγικό «μοντέλο» της Ελλάδας δεν αντικαταστάθηκε ποτέ από ένα άλλο. Κι ας ήταν φανερό από το ξεκίνημα της δεκαετίας του 2000 ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ δεν ταίριαζε με την «ελληνική ιδιαιτερότητα». Οι παραγωγικές μηχανές, παλιές και αργοκίνητες, δεν ήταν ικανές για σπουδαία πράγματα. Αυτό συνέβαινε αναπόφευκτα, αφού το ισχύον «μοντέλο» δεν παρήγαγε πλούτο, δεν έβγαζε τη χώρα από την πολύ χαμηλή θέση στον ευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας.

Βεβαίως, την περασμένη δεκαετία, οι κυβερνήσεις, στο έλεος πλέον των ξένων δανειστών, είχαν στην πλάτη τους βαριές υποχρεώσεις από τα εξοντωτικά «μνημόνια». Αλλά, ακριβώς επειδή είχε επιβεβαιωθεί με δραματικό τρόπο η κατάρρευση της οικονομίας, ήταν απολύτως αναγκαίο να μελετήσουν, να σχεδιάσουν και να οργανώσουν οι κυβερνήσεις έναν νέο παραγωγικό μηχανισμό. Δεν συνέβη αυτό.

Αυτήν τη μεγάλη, και καθοριστική εκ των πραγμάτων, έλλειψη κληρονόμησε, λοιπόν, με τη σειρά της και η κυβέρνηση του κ. Κυρ. Μητσοτάκη τον Ιούλιο 2019. Ετσι, η ιδέα για «επιστροφή στην κανονικότητα», μόνη της, χωρίς ένα σχέδιο στη βάση μιας συγκεκριμένης ιδέας για την Ελλάδα, δεν προσδιόριζε τίποτε. Ετσι, ήδη πριν από την επίθεση του κορονοϊού, παρά τη βελτίωση των δανειακών όρων για τη χώρα και το καλύτερο «κλίμα» της διεθνούς οικονομικής κοινότητας απέναντι στη μεταΣΥΡΙΖΑ Ελλάδα και τις έντονες προσπάθειες της κυβέρνησης για ανάκαμψη, η εθνική οικονομία έδειχνε πάλι «κολλημένη» κοντά στο «κόκκινο».

Οταν θα λήξει, συνεπώς, ο «συναγερμός» αύριο, η πολιτική ηγεσία θα έχει επάνω της ένα τεράστιο βάρος: Να αναγνωρίσει ευθέως και ταχέως τα νέα και διόλου ευχάριστα δεδομένα της κατάστασης που έχει ήδη διαμορφωθεί στην παραγωγική βάση της χώρας εξαιτίας της «καραντίνας» και να τα αντιμετωπίσει με νέες περί «αναπτύξεως» αντιλήψεις, επάνω σε ένα νέο παραγωγικό «μοντέλο».

Η ύφεση θα φέρνει τους μαύρους καρπούς της, η ανεργία θα είναι υψηλή, επιχειρήσεις και εργαζόμενοι θα μετρούν μεγάλες απώλειες, οι εργασιακές σχέσεις πάλι θα αλλάξουν, η «απασχόληση» θα πάρει νέες μορφές, η κοινωνία θα πρέπει πάλι να αντέξει νέους βίαιους «μετασχηματισμούς» και νέες ανισότητες. Πολλή δουλειά για τις πολιτικές ελίτ.