Οι μεταπολεμικές εξελίξεις, οικονομικές και κοινωνικές, κάτω από τις βαριές σκιές της Κατοχής και του Εμφυλίου, ταλαιπώρησαν πολύ την Αθήνα, που οδηγήθηκε σε άτακτες πολεοδομικές παραμορφώσεις και βιασμούς του αστικού τοπίου της. Ανασφάλεια και φτώχεια στην ύπαιθρο οδήγησαν βιαστικά στην Αθήνα για εργασία και εγκατάσταση αγροτικές μάζες. Τα παράγωγα της οικοδομικής έκρηξης, ο υπερπληθυσμός, η ρύπανση και η αυθαίρετη δόμηση που προέκυψαν γύρω απ’ τις κεντρικές συνοικίες δεν αντιμετωπίστηκαν με κανένα σχέδιο από τις πολιτικές «ελίτ». Σταδιακά, οι συνθήκες ζωής των κατοίκων της υποβαθμίστηκαν και οι οικονομικές λειτουργίες της πόλης επηρεάστηκαν αρνητικά στη στενάχωρη τσιμεντούπολη που διαρκώς μεγάλωνε και «στρίμωχνε» τον αθηναϊκό πληθυσμό σε χώρους δυσανάλογα μικρούς για το μέγεθός του. Οι χώροι πρασίνου στο κέντρο και στις αθηναϊκές συνοικίες εξαφανίστηκαν, καθώς το τσιμεντένιο δάσος της καλπάζουσας αντιπαροχής κατήργησε τους κήπους και τις αυλές των μονοκατοικιών.

Σήμερα, μπορούμε να λέμε ότι η πρωτεύουσα της Ελλάδας είναι μια πόλη βάναυσα κακοποιημένη επί σειρά ετών, από κεντρικές πολιτικές επιλογές κορυφής της δεκαετίας ’50 και από άτακτες κατά καιρούς αυθαιρεσίες και «παρεμβάσεις» στη συνέχεια. Η έλλειψη βασικού πολεοδομικού σχεδιασμού και οι σχέσεις της πόλης και των κατοίκων της με την τρέχουσα πολιτική κατέστησαν σταδιακά την πρωτεύουσα ένα πελώριο εποικιστικό μόρφωμα, που δεν αντιστοιχούσε σε κανένα είδος μεγαλούπολης με χαρακτηριστικά όπως αυτά που προσδιορίζονται από τους επιστήμονες της πολεοδομίας. Η Αθήνα, ένα τσιμεντένιο δάσος πολυκατοικιών, μια πρωτεύουσα χαμηλής αισθητικής, διασώζει σήμερα μόνο ολίγα σημεία πρασίνου και μικρές γραφικές γειτονιές γύρω απ την Ακρόπολη.

Σε αυτήν την πολύπαθη και μολυσμένη πόλη, λοιπόν, δεν πρέπει να επιχειρούνται από τις πολιτικές και τις δημαρχιακές Αρχές είτε καλλωπιστικές αισθητικές παρεμβάσεις είτε κυκλοφοριακές «διορθώσεις», όταν αυτές δεν συνοδεύονται με πολύ προσεκτικά σχεδιασμένες μελέτες. Στόχος κάθε «αλλαγής» πρέπει να είναι η βελτίωση των συνθηκών ζωής των κατοίκων της πόλης και τίποτε άλλο. Διότι στην Αθήνα οι πολίτες ζουν άσχημα και ταλαιπωρούνται καθημερινά. Διότι η πόλη τους έχει πληθυσμό τριπλάσιο από αυτόν που μπορεί να αντέξει, διότι είναι πλέον τόσο πολύ φορτωμένη κυκλοφοριακά, με εκατοντάδες χιλιάδες αυτοκίνητα στους δρόμους της, και είναι τόσο στενάχωρη, με μικρό σε έκταση συγκοινωνιακό δίκτυο σταθερής τροχιάς, ώστε, όπως όλοι γνωρίζουμε, αρκεί να «κλείσει» και ένας μόνον δρόμος της επί μισή ώρα για να γίνει «κόλαση» η Αθήνα. «Νεωτερισμοί» και «μοντερνιές» δεν έχουν θέση σε αυτήν την πόλη. Χρειάζονται μόνο σοβαρές μελέτες για μέτρα που θα βελτίωναν έστω και λίγο την ποιότητα ζωής και τους όρους κίνησης των Αθηναίων μέσα στην πόλη. Αυτό που προκάλεσε φοβερή ταλαιπωρία, σύγχυση και αγανάκτηση σε πολλούς Αθηναίους είναι ότι ο κόκκινος διάδρομος του «Μεγάλου Περιπάτου» «τρέλανε» την κυκλοφορία στο κέντρο έως και στην άνοδο της λεωφόρου Συγγρού από το ύψος της Ν. Σμύρνης. Πολύς κόσμος ταλαιπωρήθηκε αγρίως, άρα το «έργο» είναι μια αποτυχία.

Οι «νεωτερισμοί» στις πόλεις, και ιδιαίτερα στις προβληματικές μεγαλουπόλεις, όπως είναι η Αθήνα, πρέπει να στηρίζονται σε σχεδιασμένες υποδομές, ώστε με τις αλλαγές να βελτιώνεται η καθημερινή ζωή των κατοίκων. Η ταλαιπωρημένη πολιτικά Αθήνα μας θέλει πολλή δουλειά, ώστε κάποια στιγμή να καταστεί κατά το δυνατόν υποφερτή η ζωή των πολιτών. Ο όγκος των αυτοκινήτων που κινούνται στην πόλη μας είναι ένα από τα βασικά στοιχεία άτακτης διαμόρφωσης του ασφυκτικού περιβάλλοντος της Αθήνας απ’ τη δεκαετία ’70 και πέρα. Καμία «αλλαγή» δεν μπορεί να το αγνοήσει αυτό. Ο δήμαρχος Αθηναίων, κ. Κ. Μπακογιάννης, έχει αναλάβει με τη σειρά του τη διαχείριση των μεγάλων προβλημάτων της πόλης. Αυτά ζητούν μελέτες με γνώσεις της πολεοδομίας και της «γεωπολιτικής» της πρωτεύουσας, όπως εξηγεί αναλυτικά ο καθηγητής κ. Γεώργιος Στυλιανός Πρεβελάκης στο εξαιρετικό βιβλίο του «Επιστροφή στην Αθήνα» (Εκδ. Εστίας, 2000). Η κατάσταση της αγαπημένης μας Αθήνας μάς φωνάζει ότι η αντιμετώπιση κάθε προβλήματός της απαιτεί πολιτική σκέψη και σχεδιασμό.