Έντονη είναι τους τελευταίους μήνες στην Αθήνα η ενασχόληση πολλών με τα μεγέθη και τις κινήσεις των στρατιωτικών δυνάμεων της Ελλάδας και της Τουρκίας, καθώς και με τις πολιτικές-διπλωματικές δραστηριότητες των κυβερνήσεών τους. Πολλά γράφονται και λέγονται, οι σχετικές μετρήσεις για τις εκατέρωθεν δυνάμεις πυρός αφθονούν, περισσεύουν και τα σενάρια και οι προβλέψεις για τα χειρότερα αυτής της ιστορίας. Αναμενόμενο αυτό το κλίμα, όταν αναλογίζεται κανείς τις τουρκικές «απαιτήσεις» προς την Ελλάδα και τις διαστάσεις της ξέφρενης νεοοθωμανικής πολιτικής του ισλαμιστή Ερντογάν, που έχει φέρει πρωτοφανή αναστάτωση στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Αυτό που, όμως, δεν μετρούν στην Αθήνα οι πολιτικές κεφαλές της χώρας και οι αναλυτές των δεδομένων, που ορίζουν το σκηνικό αυτής της υπόθεσης, είναι το κατά πόσο μπορεί να επηρεάζει τη συμπεριφορά της Αγκυρας και τις σκέψεις φίλων και συμμάχων της Ελλάδας η εικόνα της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης της χώρας μας.

Το κλίμα στην πολιτική σκηνή της Αθήνας, όπου τόσα λέγονται για την πρόσφατη τηλεφωνική συνομιλία Μητσοτάκη Ερντογάν, είναι το χειρότερο που θα μπορούσε να επικρατεί σε μια ιστορική στιγμή που η χώρα μας βρίσκεται υπό την ασφυκτική πίεση της Αγκυρας και μπροστά στο ορατό ενδεχόμενο μιας στρατιωτικής σύγκρουσης.

Τα όσα φρικτά αποκαλύπτονται αυτόν τον καιρό σχετικά με σχέσεις πολιτικών προσώπων με κύκλους του υποκόσμου και κρατικές υπηρεσίες ασφαλείας, για παρακράτος, για δυσώδεις μπίζνες και για σχέσεις πολιτι κών με παράγοντες της Δικαιοσύνης οδηγούν, δικαιολογημένα δυστυχώς, την κοινή γνώμη σε απόλυτες γενικεύσεις για την ποιότητα του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος της χώρας και την ηθική οντότητα προβεβλημένων πολιτικών, απελπίζουν τους πολίτες και αδυνατίζουν το φρόνημά τους ενώπιον των εθνικών κινδύνων που ανακύπτουν από την επιθετική πολιτική της Τουρκίας.

Η υπόθεση των σχέσεων του Π. Καμμένου με παρακρατικό αστυνομικό κύκλωμα, εν γνώσει του πρώην πρωθυπουργού, Αλ. Τσίπρα, οι σχέσεις πολιτικών προσώπων με «μπίζνες» και δικαστές, καθώς και οι υποψίες για διαχειριστές «βρώμικου» πολιτικού χρήματος, «παρκαρισμένου» σε υπεράκτιες εταιρείες και τράπεζες του εξωτερικού, συνθέτουν ένα εφιαλτικό πολιτικό τοπίο, σκεπασμένο με σκάνδαλα υπαρκτά και εικαζόμενα.

Αν η παρούσα κυβέρνηση προτίθεται όντως να διακριθεί με πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, το πρώτο που θα πρέπει να κάνει είναι να τσακίσει εδώ και τώρα τα κυκλώματα διαφθοράς που δρουν στους κόλπους της Αστυνομίας και να προωθήσει με συγκεκριμένα νομοθετήματα μια δέσμη μέτρων για τον αυστηρότερο δυνατό έλεγχο της λειτουργίας του συστήματος της διάκρισης των εξουσιών καθώς και της προέλευσης της οικονομικής κατάστασης κάθε προσώπου με πολιτικό και κρατικό αξίωμα στη χώρα μας.

Απαραίτητη προς αυτές τις κατευθύνσεις είναι και η δημιουργία μιας αστυνομίας οικονομικών εγκλημάτων, η οποία θα περιόριζε στο ελάχιστο την παραγωγή διαπλεκομένων. Με πολιτικό παρακράτος, με διαπλεκόμενα, με οικονομικά σκάνδαλα με διεφθαρμένα πολιτικά πρόσωπα, με επίορκους κρατικούς λειτουργούς και προστατευόμενους επιχειρηματίες, καθώς και με διάχυτη την υποψία στην κοινωνία ότι στην Ελλάδα «έτσι» έχουν και «έτσι» κινούνται γενικώς τα πολιτικά και τα οικονομικά πράγματα, οι δρόμοι της εθνικής ανασυγκρότησης θα παραμείνουν τελικώς κλειστοί.

Και εννοείται ότι η σημερινή εικόνα της ελληνικής πολιτικής σκηνής επηρεάζει αρνητικά τις διεθνείς σχέσεις της Ελλάδας, αδυνατίζει την εξωτερική πολιτική της και βεβαίως ενθαρρύνει την Αγκυρα να αυξήσει τις πιέσεις που ασκεί εναντίον της Αθήνας.