Όλα δείχνουν σήμερα ότι η Ελλάδα ετοιμάζεται να δοκιμάσει όλες τις δυνάμεις της απέναντι στην επεκτατική βουλιμία της Τουρκίας. Οι δρόμοι για διμερείς συνομιλίες είναι τώρα κλειστοί. Την ίδια ώρα, φαίνεται ότι η Ευρώπη αρχίζει να συνειδητοποιεί, έστω και με μεγάλη καθυστέρηση, ότι η Τουρκία του ισλαμιστή Ταγίπ Ερντογάν αποτελεί ένα ζήτημα πολύ σοβαρό, το οποίο η Ε.Ε. δεν είναι πλέον δυνατόν να αντιμετωπίζει με συμβατικές πολιτικές ευρωτουρκικών σχέσεων, όπως αυτές που εξελίχθηκαν απ’ τη δεκαετία ’90 έως και στις ημέρες μας. Η Τουρκία, ο παλιός, «παραδοσιακός» φίλος και σύμμαχος των Δυτικών μεταπολεμικά, η χώρα που επιζητούσε να αναπτύξει τις σχέσεις της με την Κοινότητα των Ευρωπαίων και να οδηγηθεί μέσα από αυτό τον δρόμο σε εκδημοκρατισμό των θεσμών της και γενικότερα σε έναν πολιτικό εκπολιτισμό, δεν υφίσταται πλέον. Τα «οράματα» του τουρκικού εθνικισμού, που καθοδηγεί το πολιτικό Ισλάμ του καθεστώτος Ερντογάν, δεν συμπλέουν με τα πολιτικά και στρατηγικά δόγματα της Ευρώπης και τα συστήματα δικαίου της και είναι πλέον εξαιρετικά δύσκολο να οδηγήσουν σε ανοικτούς δρόμους «συνεννόησης» με τη δημοκρατική, χριστιανική Δύση. Επιπλέον, ο τουρκικός νεοοθωμανισμός ανοικτά παραβιάζει τη συλλογική συμμαχική «λογική», αλλά αμφισβητεί και την ίδια τη στρατηγική σημασία του ΝΑΤΟ, στο οποίο ακόμη η Τουρκία μετέχει, συνεργαζόμενη, όμως, χωρίς δυτικότροπες αναστολές, με τη Ρωσία του Βλαδίμηρου Πούτιν.

Με αυτή την Τουρκία, που ασκεί ξέφρενες«αυτοκρατορικές» πολιτικές στη γεωπολιτική περιοχή μας, η Αθήνα δεν αρνείται να συνομιλήσει στη βάση του Διεθνούς Δικαίου και με τις ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις της πάντοτε σε επιφυλακή στις θάλασσες και στα νησιά της χώρας. Σε αυτή την υπόθεση, δεν θα δοκιμαστούν μόνο οι πολιτικές δυνατότητες της Ελλάδας. Θα κριθεί και το κατά πόσον η χώρα μας είναι με πραγματικούς όρους «ευρωπαϊκή», αν είναι στ’ αλήθεια χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αν μετέχει, δηλαδή, σε έναν συλλογικό οργανισμό της Δύσης με κοινές πολιτικές και στρατηγικές αντιλήψεις, με κοινό πολιτικό πολιτισμό και με θεσμικά εργαλεία, ικανά να την υποστηρίξουν απέναντι σε μια χώρακέντρο φανατικών ισλαμιστών, Αδελφών Μουσουλμάνων και τζιχαντιστών, που πιστεύουν στη βία και τη δύναμη των όπλων.

Ο Ερντογάν ηγείται στην Τουρκία ενός «πολιτικού» Ισλάμ ως πολεμικής θρησκείας, που πιστεύει στον «ιερό πόλεμο», ο οποίος έχει την υποχρέωση να επιβάλει την πίστη και τον νόμο της με την ένοπλη δύναμη. Η Ελλάδα παρεμβάλλεται εξόχως «ενοχλητικά» για την ισλαμική ηγεσία της Τουρκίας στη γεωπολιτική περιοχή, όπου οι μεθυσμένοι από τη στρατιωτική δύναμή τους Νεοοθωμανοί θέλουν να ασκήσουν στρατηγικό έλεγχο, παρέα με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και τους μαχητές του «ιερού πολέμου» τζιχαντιστές. Με μυωπικό πολιτικό βλέμμα, επηρεασμένο από πλούσια υπάρχοντα και προσδοκώμενα εμπορικά κέρδη, το Βερολίνο, που «ηγείται» της Ε.Ε., «συνιστά» στην ευρωπαϊκή και ΝΑΤΟϊκή Ελλάδα να συνομιλήσει «εποικοδομητικά» με τους ισλαμιστές του Ερντογάν. Και, επιπλέον, αντιμάχεται «υπογείως» τη στρατιωτικά ισχυρή Γαλλία, τη μόνη ευρωπαϊκή χώρα η οποία φαίνεται να αντιλαμβάνεται την ουσία της επεκτατικής πολιτικής του Ερντογάν στη Μεσόγειο.

Αυτή την ώρα, το γεγονός ότι ο «νεκροθάφτης» του κεμαλισμού, Ταγίπ Ερντογάν, συνεχίζει τις πολεμικές «βόλτες» του στη Μεσόγειο, στα εδάφη της Λιβύης και στην κυπριακή ΑΟΖ, ανάβοντας συνεχώς «φωτιές» εδώ κι εκεί, φαίνεται ότι αρχίζει να καθαρίζει κάπως την πολιτική όραση των Ευρωπαίων. Τώρα, οι εταίροι αντιλαμβάνονται ότι πρέπει πλέον να συσκεφθούν «εκτάκτως» σε επίπεδο κορυφής, για να αναθεωρήσουν τις σχέσεις της Ευρώπης με τη σημερινή Τουρκία. Είναι, λοιπόν, θέμα ιστορικής ευθύνης για τις ηγεσίες της Ευρώπης πώς θα συμπεριφερθούν πολιτικά, οικονομικά και γενικότερα στρατηγικά στην Τουρκία, όπου ο πρόεδρος Ερντογάν ασπάζεται την πίστη σε έναν πόλεμο «που διατάσσει ο Θεός».