Το «κλίμα» της Αθήνας θα χρωματίσει τον «διάλογο»
Βεβαίως, θα ήταν ασυγχώρητοι ο πρωθυπουργός και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αν ξεκινούσαν ο καθένας από την πλευρά του «προβληματισμούς» περί του ενδεχομένου εκλογών. Είναι σήμερα τόσο δύσκολη η ώρα για την Ελλάδα σε επίπεδο εθνικής ασφάλειας, εξαιτίας της επιθετικής στρατηγικής της Τουρκίας, είναι τόσο δύσκολο το πρόβλημα της συγκράτησης του σταθερά επιτιθέμενου κορονοϊού, αλλά και των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων της πανδημίας, ώστε το τελευταίο που θα χρειαζόταν τώρα η χώρα θα ήταν η διενέργεια εκλογών. Μόνον ηλίθιοι πολιτικοί θα σκέπτονταν σήμερα κάτι τέτοιο.
Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι θα έπρεπε να ανασταλεί τώρα η λειτουργία της πολιτικής, να μειωθούν οι παρεμβάσεις και οι αποφάσεις της κυβέρνησης στη ροή των εξελίξεων, να χαλαρώσει ο κοινοβουλευτικός έλεγχος της εξουσίας και οι προτάσεις της αντιπολίτευσης, αξιωματικής και ελάσσονος.
Στην εσωτερική πολιτική σκηνή, όμως, το «κλίμα», προφανώς επηρεασμένο από τη γρήγορη ροή των γεγονότων, παρουσιάζει ιδιαιτερότητες, οι οποίες δεν βοηθούν στον καλύτερο δυνατό πολιτικό χειρισμό των προβλημάτων που βασανίζουν τον τόπο. Κάποιοι στο κυβερνητικό στρατόπεδο φαίνεται να νομίζουν ότι, λόγω των «εκτάκτων» συνθηκών, τα συσσωρευμένα προβλήματα μπορεί να αντιμετωπίζονται είτε βιαστικά, με σπασμωδικές κινήσεις και προσωπικούς εγωισμούς, είτε απλώς χαλαρά και «ξώφαλτσα», με ισχυρό άλλοθι την υπόθεση του κορονοϊού. Αλλοι, από την απέναντι όχθη, δείχνουν πως εκτιμούν ότι τα πολλά μέτωπα διαχείρισης προβλημάτων που έχει ενώπιόν της η κυβέρνηση προσφέρουν εξαιρετικές ευκαιρίες για συνεχείς «εφόδους» και «ανελέητες» επιθέσεις προς εκείνη και για «από χέρι» απορριπτικές κριτικές σε κάθε κυβερνητική δήλωση ή απόφαση.
Θα πει κανείς ότι αυτά αποτελούν «παραδοσιακές συνταγές» των κομμάτων εξουσίας και ότι, συνεπώς, δεν πρέπει να μας εκπλήσσουν σήμερα. Ομως, όχι. Ο καιρός περνά, οι εξελίξεις, εσωτερικές και διεθνείς, «τρέχουν» πλέον πολύ γρήγορα και αλλάζουν τα ποιοτικά στοιχεία των προβλημάτων που οι πολιτικοί και οι κοινωνίες έχουν να διαχειριστούν. Στην Ελλάδα, λοιπόν, πού οδηγούν οι προκάτ «εντάσεις» και οι «επικοινωνιακές» εξυπνάδες;
Οδηγούν σε ένα «κλίμα», που διατηρεί ένα είδος πολιτικής μιζέριας, το οποίο βρίσκεται σε διάσταση με το βάρος και την ποιότητα των οξυμμένων προβλημάτων της επί δεκαετία ταλαιπωρούμενης χώρας μας. Οικονομική δυσπραγία, αυξανόμενα κοινωνικά προβλήματα, κορονοϊός και οριακή κατάσταση με έντονες πολεμικές «οσμές» στις σχέσεις Ελλάδας Τουρκίας δεν πρόκειται να εξελιχθούν θετικά για τα ελληνικά συμφέροντα με το παρόν εσωτερικό πολιτικό «κλίμα». Ειδικότερα, δε, σχετικά με την αφόρητη πίεση που ασκεί η ισλαμική Τουρκία προς την Ελλάδα, αποτελούν δείγματα αφόρητης υποκρισίας τα λεγόμενα για «εθνικό μέτωπο», όταν καθημερινά απαξιώνουν οι μεν τους δε στη δημόσια σκηνή με χλευαστικά σχόλια, με κατηγορίες για πολιτικές «απάτες», για «ανευθυνότητα», για «ψευτιές» και άλλα σχετικά.
Προφανώς, δεν έχει γίνει ακόμη αντιληπτό στην ελληνική πολιτική σκηνή ότι η υπόθεση των διεκδικήσεων και των «απαιτήσεων» της Τουρκίας με ωμές πολιτικές «ισχύος» σε βάρος κυριαρχίας νησιών και κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας στη θάλασσα είναι μια ιστορία που αφορά την εθνική οντότητα και το γεωπολιτικό μέγεθος της χώρας μας στο διεθνές περιβάλλον της. Με δεδομένες τις θέσεις και τις πιέσεις των τρίτων «διαμεσολαβητών» και την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, όποιες αποφάσεις κι αν πάρει η κυβέρνηση στην υπόθεση του ελληνοτουρκικού «διαλόγου», αυτές θα «προσφέρονται» για μεγάλες πολιτικές συγκρούσεις στην Αθήνα. Το προδιαγράφουν αυτό τα «δείγματα» των διχαστικών καταστάσεων που προκάλεσε η Συμφωνία των Πρεσπών μια υπόθεση που μπροστά στα ελληνοτουρκικά ζητήματα του παρόντος έχει δέκα φορές μικρότερο μέγεθος. Ήδη, δυστυχώς, με ευθύνες της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά και της κυβέρνησης, «προσφέρονται» πάλι, σε κλίμα αμοιβαίας καχυποψίας για τις προθέσεις κάθε πλευράς, οι πρώτες «ευκαιρίες» για διαφωνίες και ανταλλαγές πυρών, που θα επηρεάσουν τις επόμενες κινήσεις της Αθήνας και θα στοιχίσουν ακριβά προσεχώς σε όλους, πολιτικούς και πολίτες, αν «στραβώσουν» για την ελληνική πλευρά τα πράγματα, υπέρ της Τουρκίας.
Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι θα έπρεπε να ανασταλεί τώρα η λειτουργία της πολιτικής, να μειωθούν οι παρεμβάσεις και οι αποφάσεις της κυβέρνησης στη ροή των εξελίξεων, να χαλαρώσει ο κοινοβουλευτικός έλεγχος της εξουσίας και οι προτάσεις της αντιπολίτευσης, αξιωματικής και ελάσσονος.
Στην εσωτερική πολιτική σκηνή, όμως, το «κλίμα», προφανώς επηρεασμένο από τη γρήγορη ροή των γεγονότων, παρουσιάζει ιδιαιτερότητες, οι οποίες δεν βοηθούν στον καλύτερο δυνατό πολιτικό χειρισμό των προβλημάτων που βασανίζουν τον τόπο. Κάποιοι στο κυβερνητικό στρατόπεδο φαίνεται να νομίζουν ότι, λόγω των «εκτάκτων» συνθηκών, τα συσσωρευμένα προβλήματα μπορεί να αντιμετωπίζονται είτε βιαστικά, με σπασμωδικές κινήσεις και προσωπικούς εγωισμούς, είτε απλώς χαλαρά και «ξώφαλτσα», με ισχυρό άλλοθι την υπόθεση του κορονοϊού. Αλλοι, από την απέναντι όχθη, δείχνουν πως εκτιμούν ότι τα πολλά μέτωπα διαχείρισης προβλημάτων που έχει ενώπιόν της η κυβέρνηση προσφέρουν εξαιρετικές ευκαιρίες για συνεχείς «εφόδους» και «ανελέητες» επιθέσεις προς εκείνη και για «από χέρι» απορριπτικές κριτικές σε κάθε κυβερνητική δήλωση ή απόφαση.
Θα πει κανείς ότι αυτά αποτελούν «παραδοσιακές συνταγές» των κομμάτων εξουσίας και ότι, συνεπώς, δεν πρέπει να μας εκπλήσσουν σήμερα. Ομως, όχι. Ο καιρός περνά, οι εξελίξεις, εσωτερικές και διεθνείς, «τρέχουν» πλέον πολύ γρήγορα και αλλάζουν τα ποιοτικά στοιχεία των προβλημάτων που οι πολιτικοί και οι κοινωνίες έχουν να διαχειριστούν. Στην Ελλάδα, λοιπόν, πού οδηγούν οι προκάτ «εντάσεις» και οι «επικοινωνιακές» εξυπνάδες;
Οδηγούν σε ένα «κλίμα», που διατηρεί ένα είδος πολιτικής μιζέριας, το οποίο βρίσκεται σε διάσταση με το βάρος και την ποιότητα των οξυμμένων προβλημάτων της επί δεκαετία ταλαιπωρούμενης χώρας μας. Οικονομική δυσπραγία, αυξανόμενα κοινωνικά προβλήματα, κορονοϊός και οριακή κατάσταση με έντονες πολεμικές «οσμές» στις σχέσεις Ελλάδας Τουρκίας δεν πρόκειται να εξελιχθούν θετικά για τα ελληνικά συμφέροντα με το παρόν εσωτερικό πολιτικό «κλίμα». Ειδικότερα, δε, σχετικά με την αφόρητη πίεση που ασκεί η ισλαμική Τουρκία προς την Ελλάδα, αποτελούν δείγματα αφόρητης υποκρισίας τα λεγόμενα για «εθνικό μέτωπο», όταν καθημερινά απαξιώνουν οι μεν τους δε στη δημόσια σκηνή με χλευαστικά σχόλια, με κατηγορίες για πολιτικές «απάτες», για «ανευθυνότητα», για «ψευτιές» και άλλα σχετικά.
Προφανώς, δεν έχει γίνει ακόμη αντιληπτό στην ελληνική πολιτική σκηνή ότι η υπόθεση των διεκδικήσεων και των «απαιτήσεων» της Τουρκίας με ωμές πολιτικές «ισχύος» σε βάρος κυριαρχίας νησιών και κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας στη θάλασσα είναι μια ιστορία που αφορά την εθνική οντότητα και το γεωπολιτικό μέγεθος της χώρας μας στο διεθνές περιβάλλον της. Με δεδομένες τις θέσεις και τις πιέσεις των τρίτων «διαμεσολαβητών» και την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, όποιες αποφάσεις κι αν πάρει η κυβέρνηση στην υπόθεση του ελληνοτουρκικού «διαλόγου», αυτές θα «προσφέρονται» για μεγάλες πολιτικές συγκρούσεις στην Αθήνα. Το προδιαγράφουν αυτό τα «δείγματα» των διχαστικών καταστάσεων που προκάλεσε η Συμφωνία των Πρεσπών μια υπόθεση που μπροστά στα ελληνοτουρκικά ζητήματα του παρόντος έχει δέκα φορές μικρότερο μέγεθος. Ήδη, δυστυχώς, με ευθύνες της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά και της κυβέρνησης, «προσφέρονται» πάλι, σε κλίμα αμοιβαίας καχυποψίας για τις προθέσεις κάθε πλευράς, οι πρώτες «ευκαιρίες» για διαφωνίες και ανταλλαγές πυρών, που θα επηρεάσουν τις επόμενες κινήσεις της Αθήνας και θα στοιχίσουν ακριβά προσεχώς σε όλους, πολιτικούς και πολίτες, αν «στραβώσουν» για την ελληνική πλευρά τα πράγματα, υπέρ της Τουρκίας.