Ο μεγάλος θόρυβος που εκπέμπεται από την υπόθεση του τρομερού κορονοϊού επί εβδομάδες έχει καλύψει τα «μηνύματα» που στέλνουν στην Αθήνα σε πολιτικούς και πολίτες άλλα σοβαρά ζητήματα, όπως είναι η ολοένα πιο επιθετική πολιτική του ισλαμιστή προέδρου Ερντογάν προς την Ελλάδα και την Κύπρο. Η κυβέρνηση του κ. Κυρ. Μητσοτάκη περιμένει την εγκατάσταση του κ. Τζο Μπάιντεν στη προεδρία των ΗΠΑ, περιμένει να δει την ποιότητα της αναμενόμενης «επανεκκίνησης» των σχέσεων της Ουάσινγκτον με την Ε.Ε. και δείχνει πως προτιμάει να κρατάει σήμερα «χαμηλό προφίλ» απέναντι στις επιθετικές κινήσεις του Ερντογάν. Περιμένει, ακόμα, να διαπιστώσει αν θα ανθήσει προσεχώς επάνω στις στάχτες του Τραμπ ένας νέος αμερικανο-γερμανικός «έρωτας», όπως με ανοικτές αγκάλες απροκάλυπτα τον ζητάει απ’ τον Μπάιντεν η καγκελάριος, κυρία Μέρκελ. Ο πρωθυπουργός εμφανίζεται δημοσίως ψύχραιμος, επάνω στην πάγια θέση που ζητάει διάλογο με την Τουρκία για τις «θαλάσσιες ζώνες» στη βάση του Διεθνούς Δικαίου, με αποχή της Αγκυρας από πολεμικές προκλήσεις. Ετσι, ο κ. Μητσοτάκης κατ’ αρχήν «καλύπτεται» έναντι εταίρων και συμμάχων που από καιρό τού συνιστούν επίμονα να ακολουθήσει τη «γραμμή διαλόγου» απέναντι στον «αγριεμένο» Τούρκο αρχηγό, τον οποίον προσπαθεί να εξημερώσει ο πολλαπλώς ασταθής ευρω-ατλαντικός παράγων. Ομως, το ζήτημα είναι πλέον σήμερα ο προσδιορισμός από την πλευρά της Αθήνας των ορίων ανοχής στο «γκριζάρισμα» της ελληνικής υφαλοκρηπίδας από την Τουρκία. Για πόσο καιρό ακόμα, δηλαδή, ερευνητικά και πολεμικά σκάφη της Τουρκίας θα κάνουν ανεμπόδιστα βόλτες στα νερά της «γαλάζιας πατρίδας», στη βάση της διεθνώς παράνομης θέσης Ερντογάν ότι τα ελληνικά νησιά δεν διαθέτουν υφαλοκρηπίδα; Και πόσο ανεμπόδιστα θα διχοτομεί, με απύθμενο πολιτικό θράσος, την Κύπρο η Τουρκία και με μια «διεθνή κοινότητα» (ΟΗΕ) να την παρακολουθεί απαθής.

Η καταιγιστική «επικαιρότητα» του κορονοϊού εμποδίζει την κατανόηση της σημασίας των εν λόγω μετέωρων ερωτημάτων από τον ελληνικό λαό. Και καλύπτεται, έτσι, το γεγονός ότι από την κυβέρνηση εμφανίζονται στην πράξη δύο στάσεις: Η μια, αυτή της «ψυχραιμίας» και με τα τέκνα των «εκσυγχρονιστών» στην Αθήνα να ικετεύουν τον πρωθυπουργό να μην κινηθεί «στρατηγικά» σε καμία περίπτωση έξω από την Ε.Ε., και η άλλη, που, αντιθέτως, οδηγεί την Αθήνα σε στρατηγικές συνεργασίες με τρίτες χώρες στην Ανατολική Μεσόγειο, την Αίγυπτο, το Ισραήλ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

Η πρώτη γραμμή υποστηρίζεται δημοσίως με την «ψυχραιμία» του πρωθυπουργού, κ. Μητσοτάκη, και τη διπλωματία του στην Ε.Ε. Η δεύτερη λειτουργεί μέσω της δραστήριας διπλωματίας του υπουργού Εξωτερικών, κ. Ν. Δένδια, με σημαντικούς «τρίτους» στην Ανατολική Μεσόγειο. Η πρώτη συνδέεται με την αντίληψη ότι η Ελλάδα, ως μέλος της Ε.Ε., δεν πρέπει καθόλου να σκέπτεται την περίπτωση στρατιωτικής αντίδρασης απέναντι στις προκλήσεις του Ερντογάν εκτός «ευρωπαϊκής στρατηγικής». Η δεύτερη καθόλου δεν αποκλείει την προετοιμασία της Ελλάδας για στρατιωτικές «απαντήσεις» της σε ενδεχόμενες «εκτός ορίων» τουρκικές κινήσεις στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Ουσιαστικά, στο τελευταίο αυτό σημείο, η κυβερνητική πολιτική στην Αν. Μεσόγειο κινείται σε μια αντίληψη σαφώς αντίθετη με τη «γερμανική» στα ελληνοτουρκικά πράγματα και είναι απολύτως συμβατή με την αμερικανική, που είναι εμπλεκόμενη ιδρυτική πλευρά στη συμμαχία «3+1» .

Η στρατηγική αντίληψη του Στ. Ντιπάρτμεντ και του Πενταγώνου των ΗΠΑ για την Αν. Μεσόγειο ουδεμία σχέση έχει (έως τώρα τουλάχιστον) με την άνευ στρατηγικής και κοινών μέσων στήριξης «ευρωπαϊκή» άποψη για τη στάση της Ελλάδας απέναντι στον νεοοθωμανικό «ιμπεριαλισμό» του Ερντογάν. Η «συνετή» θέση των εν Αθήναις φοβισμένων «ευρωπαϊστών» εξαφανίζει απ’ το κάδρο τον ρόλο των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας ως πειστικής δύναμης αποτροπής. Η άλλη «γραμμή» τις περιλαμβάνει στο κέντρο της πολιτικής που ασκείται από τα υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας.