Στόχος της Τουρκίας πάντα ο «διάλογος» εκτός του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας
Δυστυχώς, η υπόθεση του ελληνοτουρκικού διαλόγου δεν είναι στ’ αλήθεια μια υπόθεση... διαλόγου. Ο όρος έχει εξ αρχής υπονομευθεί ως προς το νόημά του, εξαιτίας του ότι από το 1975 η Τουρκία έχει εισαγάγει ευθέως στην υπόθεση αυτή τον παράγοντα της στρατιωτικής απειλής, με αποκορύφωμα την επισήμως διατυπωμένη απειλή πολέμου, το «casus belli» του 1995, από την Τουρκική Εθνοσυνέλευση. Κοντεύει να κλείσει μισός αιώνας με την Τουρκία να «απαιτεί» από την Ελλάδα παραχωρήσεις σε ζητήματα εθνικής κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων της, εμφανιζόμενη απέναντι στη σύμμαχό της στο ΝΑΤΟ Ελλάδα δήθεν «ανασφαλής» στο Αιγαίο, λόγω της «εγγύτητας» των ελληνικών νησιών στις ακτές της. Κι αυτό το συνόδευσε με «απόρριψη» υφιστάμενων διεθνών Συνθηκών και των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας. Ουσιαστικά, η Τουρκία μετά τη στρατιωτική κατάληψη των εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας, συστηματικά ανέπτυσσε πολιτικές με εμφανώς επιθετικό χαρακτήρα σε βάρος της Ελλάδας. Αυτή η προκλητική στάση της έχει προκαλέσει «ερεθισμούς» στην κοινή γνώμη και στην ελληνική πολιτική σκηνή με θέσεις που εμποδίζουν έναν συναινετικό σχεδιασμό εθνικής στρατηγικής.
Το 1975, η Αθήνα με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, εμφανίστηκε πρόθυμη για το ξεκίνημα νομικού διαλόγου με την Άγκυρα, που θα μπορούσε να οδηγηθεί, σε τελευταία ανάλυση, στη Χάγη. Η Τουρκία αρνήθηκε τότε το ξεκίνημα τέτοιας διαδικασίας και εγκατέστησε μια εκτός δυνάμεων του ΝΑΤΟ νέα Στρατιά, οργανωμένη για αποβατικές επιχειρήσεις απέναντι στα ελληνικά νησιά. Από τότε υπάρχει ανοικτό ένα ζήτημα «διαλόγου» κάτω από διαρκώς αυξανόμενη στρατιωτική πίεση, που δεν επιτρέπει στην Αθήνα να τον δεχθεί.
Εξαιτίας όλων αυτών, αλλά και λόγω λανθασμένων εκτιμήσεων της τουρκικής στρατηγικής από την Αθήνα, τα πράγματα οδηγήθηκαν κάποια στιγμή σε αυτό που ήθελε να επιβάλει ως κεντρικό ερώτημα η Άγκυρα: Θέλετε διάλογο ή πόλεμο;
Το χειρότερο είναι ότι αυτό το κυνικά εκβιαστικό όσο και «πονηρό» τουρκικό ερώτημα το έχουν υιοθετήσει στην Αθήνα και ορισμένοι «διεθνιστές» αστοί πολιτικοί και κάποιοι μιντιακοί κύκλοι, οι οποίοι, αδιάβαστοι και αφελείς, αγνοούν την πολιτική διαδρομή και τα στοιχεία αυτής της υπόθεσης. Αυτοί φθάνουν, μάλιστα, και να αποδοκιμάζουν ανοικτά την ελληνική πλευρά, με την κατηγορία ότι αποκλειστικά υπεύθυνη για την κατάσταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι η Ελλάδα, επειδή έχει αρνηθεί έως τώρα τον «διάλογο» με την Τουρκία! Αρνούνται πεισματικά οι ηττημένοι βετεράνοι του «κατευνασμού» να σκεφθούν ότι η Ελλάδα είναι σε αυτή την υπόθεση η πλευρά που δεν ζήτησε ποτέ καμία «αναθεώρηση» Συνθηκών, δεν αρνήθηκε ποτέ την ισχύ του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, δεν διεκδίκησε, δεν απείλησε καν έδαφος ή θάλασσα τουρκική, ούτε και απείλησε ποτέ με πόλεμο την Τουρκία. Όλα αυτά τα έχει διαπράξει η Τουρκία σε βάρος της Ελλάδας.
Φυσικά, καμία ελληνική ηγεσία, ακόμα και η πιο ακραία «μετριοπαθής», δεν δέχθηκε να υποκύψει στις ωμές απειλές της πολεμοχαρούς Τουρκίας και να δεχθεί «διάλογο», και μάλιστα «χωρίς όρους και προϋποθέσεις».
Η Αθήνα έχει ξεκινήσει τώρα «διερευνητικές» συνομιλίες με την Τουρκία, για πρώτη φορά οπλισμένη με δύο βασικά στοιχεία στήριξης της πολιτικής της: α) έχει σαφώς υπέρ αυτής μια καθαρή καταδίκη της Τουρκίας από Ευρώπη και ΗΠΑ για τις διεθνώς παράνομες πολιτικές της φανταστικής «γαλάζιας πατρίδας» του ισλαμιστή Ερντογάν και β) διαθέτει Ένοπλες Δυνάμεις σε υψηλό επιχειρησιακό επίπεδο, έχει ενισχύσει σοβαρά την Άμυνα της Ελλάδας με σύγχρονα οπλικά συστήματα και έχει συνάψει σημαντικές στρατιωτικές συμμαχίες με χώρες της Ανατολικής Μεσογείου. Η ελληνική κυβέρνηση έχει τώρα κάθε λόγο να μείνει σταθερή στη διεθνώς ισχυρή νομική θέση της για τις θαλάσσιες ζώνες και να κοιτάζει στα μάτια την τουρκική «αρμάδα». Αν αυτό τηρηθεί, τότε θα μπορεί να υπερασπίζεται σε στέρεα βάση τη θέση της για «διάλογο».
Το 1975, η Αθήνα με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, εμφανίστηκε πρόθυμη για το ξεκίνημα νομικού διαλόγου με την Άγκυρα, που θα μπορούσε να οδηγηθεί, σε τελευταία ανάλυση, στη Χάγη. Η Τουρκία αρνήθηκε τότε το ξεκίνημα τέτοιας διαδικασίας και εγκατέστησε μια εκτός δυνάμεων του ΝΑΤΟ νέα Στρατιά, οργανωμένη για αποβατικές επιχειρήσεις απέναντι στα ελληνικά νησιά. Από τότε υπάρχει ανοικτό ένα ζήτημα «διαλόγου» κάτω από διαρκώς αυξανόμενη στρατιωτική πίεση, που δεν επιτρέπει στην Αθήνα να τον δεχθεί.
Εξαιτίας όλων αυτών, αλλά και λόγω λανθασμένων εκτιμήσεων της τουρκικής στρατηγικής από την Αθήνα, τα πράγματα οδηγήθηκαν κάποια στιγμή σε αυτό που ήθελε να επιβάλει ως κεντρικό ερώτημα η Άγκυρα: Θέλετε διάλογο ή πόλεμο;
Το χειρότερο είναι ότι αυτό το κυνικά εκβιαστικό όσο και «πονηρό» τουρκικό ερώτημα το έχουν υιοθετήσει στην Αθήνα και ορισμένοι «διεθνιστές» αστοί πολιτικοί και κάποιοι μιντιακοί κύκλοι, οι οποίοι, αδιάβαστοι και αφελείς, αγνοούν την πολιτική διαδρομή και τα στοιχεία αυτής της υπόθεσης. Αυτοί φθάνουν, μάλιστα, και να αποδοκιμάζουν ανοικτά την ελληνική πλευρά, με την κατηγορία ότι αποκλειστικά υπεύθυνη για την κατάσταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι η Ελλάδα, επειδή έχει αρνηθεί έως τώρα τον «διάλογο» με την Τουρκία! Αρνούνται πεισματικά οι ηττημένοι βετεράνοι του «κατευνασμού» να σκεφθούν ότι η Ελλάδα είναι σε αυτή την υπόθεση η πλευρά που δεν ζήτησε ποτέ καμία «αναθεώρηση» Συνθηκών, δεν αρνήθηκε ποτέ την ισχύ του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, δεν διεκδίκησε, δεν απείλησε καν έδαφος ή θάλασσα τουρκική, ούτε και απείλησε ποτέ με πόλεμο την Τουρκία. Όλα αυτά τα έχει διαπράξει η Τουρκία σε βάρος της Ελλάδας.
Φυσικά, καμία ελληνική ηγεσία, ακόμα και η πιο ακραία «μετριοπαθής», δεν δέχθηκε να υποκύψει στις ωμές απειλές της πολεμοχαρούς Τουρκίας και να δεχθεί «διάλογο», και μάλιστα «χωρίς όρους και προϋποθέσεις».
Η Αθήνα έχει ξεκινήσει τώρα «διερευνητικές» συνομιλίες με την Τουρκία, για πρώτη φορά οπλισμένη με δύο βασικά στοιχεία στήριξης της πολιτικής της: α) έχει σαφώς υπέρ αυτής μια καθαρή καταδίκη της Τουρκίας από Ευρώπη και ΗΠΑ για τις διεθνώς παράνομες πολιτικές της φανταστικής «γαλάζιας πατρίδας» του ισλαμιστή Ερντογάν και β) διαθέτει Ένοπλες Δυνάμεις σε υψηλό επιχειρησιακό επίπεδο, έχει ενισχύσει σοβαρά την Άμυνα της Ελλάδας με σύγχρονα οπλικά συστήματα και έχει συνάψει σημαντικές στρατιωτικές συμμαχίες με χώρες της Ανατολικής Μεσογείου. Η ελληνική κυβέρνηση έχει τώρα κάθε λόγο να μείνει σταθερή στη διεθνώς ισχυρή νομική θέση της για τις θαλάσσιες ζώνες και να κοιτάζει στα μάτια την τουρκική «αρμάδα». Αν αυτό τηρηθεί, τότε θα μπορεί να υπερασπίζεται σε στέρεα βάση τη θέση της για «διάλογο».