Η ένταξη της υπόθεσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων στην καθημερινή «επικαιρότητα» των Αθηνών, κάτω απ’ τον πομπώδη τίτλο «εθνικά θέματα», έχει προ πολλού αραιώσει την ουσία ενός τεράστιου προβλήματος στην πολιτική σκηνή και ιδιαίτερα στους κόλπους της κουρασμένης κοινωνίας μας. Η υπόθεση αντιμετωπίζεται, χρόνια τώρα, από τις κυβερνήσεις και τα κόμματα ως ένα «πάγιο» πρόβλημα εξωτερικής πολιτικής, που εκτάκτως απασχολεί σοβαρά την Αθήνα και «ερεθίζει» την κοινή γνώμη κάθε φορά που η Τουρκία εμπλουτίζει με νέα στοιχεία και κινήσεις την επιθετική πολιτική της προς την Ελλάδα. Οι κινήσεις της Τουρκίας δεν είναι, όμως, «προκλήσεις», όπως αρέσκονται να τις χαρακτηρίζουν οι Ελληνες πολιτικοί και η πλειονότητα των μέσων ενημέρωσης. Είναι κινήσεις καλά σχεδιασμένες, με στόχους και με υπολογισμένες κλιμακώσεις στο διπλωματικό και το στρατιωτικό πεδίο, στη βάση συγκεκριμένης στρατηγικής από τη δεκαετία ’70. Οποτε η Αγκυρα προωθεί δυναμικά και απειλητικά τις πολιτικές της στο Αιγαίο και στην Κύπρο, η Αθήνα αντιμετωπίζει τις εξελίξεις ως ένα ζήτημα κακών διμερών σχέσεων, το οποίο θα μπορούσε να τύχει μιας αποτελεσματικής διαχείρισης από την ελληνική ηγεσία με ειρηνικό διάλογο στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, με την τήρηση των διεθνών Συνθηκών, με τη συμβολή ισχυρών «τρίτων» και με τη στήριξη των «δίκαιων» ελληνικών επιχειρημάτων από την Ευρωπαϊκή Ενωση στον ΟΗΕ και στο ΝΑΤΟ.

Η Τουρκία τα προσπερνάει όλα αυτά και κινείται με σταθερότητα για να πετύχει έναν μεγάλο στρατηγικό στόχο της: Αλλάζοντας ιστορικά γεωγραφικά και διεθνώς ισχύοντα δεδομένα ενός αιώνα, να καταργήσει την Ελλάδα ως θαλάσσια νησιωτική δύναμη, για να πάρει η Τουρκία τη θέση της στο Αιγαίο, στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο Ερντογάν διαφημίζει διαρκώς την ισχύ του τουρκικού στόλου και περιλαμβάνει σκοπίμως στην εσωτερική και διεθνή προπαγάνδα του όρους όπως «επικαιροποίηση» της Συνθήκης της Λωζάννης, «γαλάζια πατρίδα» και «θάλασσα των νησιών» για το Αιγαίο.

Τον στόχο αυτόν ξεκινά να «κυνηγάει» η Τουρκία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δηλαδή μισό αιώνα πριν από την εγκατάσταση του Ισλάμ στην εξουσία της χώρας. Ο Ερντογάν ακολουθεί το νήμα μιας ιστορίας τουρκικών διεκδικήσεων που προώθησαν και οι «δυτικότροποι» μετακεμαλιστές τις δεκαετίες ’50 με ’60 και ο ισλαμισμός, που πήρε δύναμη στην Τουρκία, αρχικά από τον Τουργκούτ Οζάλ στη δεκαετία ’80 και από τον Ερμπακάν το ’90. Ακόμα και στους πιο ταραγμένους καιρούς στην πολιτική σκηνή της Τουρκίας, η τουρκική πολιτική είχε σταθερό στόχο τη διεκδίκηση «ζωτικού χώρου»στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η Αθήνα δεν παρακολούθησε όπως έπρεπε την τουρκική στρατηγική, ούτε υπολόγισε σωστά τη σταδιακή μεγέθυνση των στόχων της. Αντιμετώπισε την Τουρκία ως έναν «δύστροπο» γείτονα, που είχε μεν επιθετικές συμπεριφορές προς την Ελλάδα, αλλά τελικά δεν θα μπορούσε να αγνοήσει τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και τους Ευρωπαίους φίλους της για να οδηγήσει τα πράγματα σε πόλεμο με την Ελλάδα.
Από αυτή την απλούστευση προέκυπταν και οι «κατευναστικές» και «ψύχραιμες» πολιτικές της Αθήνας απέναντι στην Αγκυρα.

Και ενώ έτσι έβλεπε τα πράγματα επί έτη η Ελλάδα, η Τουρκία συστηματικά αύξανε και εκσυγχρόνιζε τη στρατιωτική δύναμη της, αξιοποιούσε απολύτως τα τεχνολογικά επιτεύγματα των τελευταίων δεκαετιών, άπλωνε τις «επιρροές» της στα Βαλκάνια, στην Εγγύς Ανατολή, στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Β. Αφρική με πνεύμα περιφερειακής «υπερδύναμης» και αύξανε μεθοδικά την πίεση σε Ελλάδα και Κύπρο. Μπορεί τελικώς να καταρρεύσει το καθεστώς Ερντογάν, κάτω από το βάρος προβλημάτων που συσσωρεύονται εξαιτίας της ακράτητης φιλοδοξίας και της υπερ-εξάπλωσής του. Αλλά, έως ότου συμβεί κάτι τέτοιο, η Ελλάδα καλείται να αντιμετωπίσει την Τουρκία με νέα αντίληψη και ποιοτική αναβάθμιση όλων των δυνάμεών της, εγκαταλείποντας οριστικά τα «κλισέ» των προηγούμενων δεκαετιών. Η εξωτερική πολιτική μας κινείται μεν εξωστρεφώς σήμερα στην Αν. Μεσόγειο, αλλά κρατάει και πολλά «φρένα» στα πεδία της Δύσης.