Ως γνωστόν, στον κόσμο της Δύσης οι αρχές του διδάσκουν ότι οι λεωφόροι της διπλωματίας πρέπει να μένουν πάντοτε ανοικτές, προκειμένου να αποφεύγονται από κάθε χώρα εθνικές ζημίες και πολεμικές συγκρούσεις, που στοιχίζουν ανθρώπινες ζωές. Η τέχνη της διπλωματίας δοκιμάζεται μάλιστα σε υψηλό βαθμό ακριβώς όταν οι δυσκολίες «συνεννόησης» μεταξύ κρατών μεγεθύνονται λόγω σοβαρών περιπλοκών. Ορθώς, λοιπόν, διατηρούν κατ’ αρχήν και οι ελληνικές κυβερνήσεις ανοικτούς επί πέντε δεκαετίες τους δρόμους του διαλόγου με την Τουρκία, παρ’ ότι αυτή κάνει από την πλευρά της ό,τι το δυνατόν ώστε αυτός να διεξάγεται υπό την απειλή πολεμικής σύγκρουσης. Η δουλειά της ελληνικής διπλωματίας είναι πολύ δύσκολη, διότι η πολιτική κουλτούρα των τουρκικών «ελίτ» έχει χαρακτηριστικά που καθόλου δεν ευνοούν τη δημιουργία συνθηκών για καλή γειτονία με την Ελλάδα. Η κυβέρνηση του κ. Κυριάκου Μητσοτάκη έχει απέναντί της, όπως είχαν και οι προηγούμενες, μια Τουρκία σε αναζήτηση «ζωτικών χώρων» και με συμπλέγματα αδικημένης από την Ιστορία παλιάς «αυτοκρατορίας», που θα έπρεπε τον 21ο αιώνα να αναστηθεί. Κι αυτό οδηγεί αναπόφευκτα την Αγκυρα σε πολιτικούς παραλογισμούς.

Η Ελλάδα σίγουρα έχει «μπλέξει» άσχημα με τον υπερφίαλο γείτονα Ερντογάν, που αντλεί δυνάμεις από το ακραίο πολιτικό Ισλάμ και τους ακροδεξιούς εθνικιστές «Γκρίζους Λύκους». Ομως, το μεγάλο βάρος για τη διπλωματία της Ελλάδας είναι ότι με αυτή την Τουρκία οι Ευρωπαίοι θεώρησαν στη δύση του 20ού αιώνα πως είναι δυνατόν να έχουν εταιρικές σχέσεις βάθους με την Τουρκία, πόσω μάλλον που αυτή είναι και μέλος του ΝΑΤΟ, άρα και μόνον εξ αυτού ένας αυτομάτως στενός συγγενής της «ευρωπαϊκής οικογένειας».

Κατόπιν αυτού, από το έτος 2000 η Ελλάδα, ανατολικό σύνορο της Ευρώπης με την Τουρκία, υποχρεώθηκε να πιστέψει πως μπορεί να «συνεννοείται» ασφαλώς με τη γείτονά της. Παρακάμφθηκε, με υπογραφή αφελών Ελλήνων πολιτικών, το γεγονός ότι αυτή η Τουρκία απειλούσε ευθέως την Ελλάδα με πόλεμο επισήμως από το 1995 και διατηρούσε αποβατικές δυνάμεις απέναντι από τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου, εκεί όπου μάλιστα ζωηρά αμφισβητούσε κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας έως και την κυριαρχία της σε μικρά νησιά και νησίδες.

Το «μπλέξιμο» αναπόφευκτα χειροτέρευε τα επόμενα χρόνια, καθ’ όσον η πολιτική Σημίτη, ο οποίος δεν διέθετε δεξιότητες στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, δεν αντιλαμβανόταν ότι η Τουρκία δεν επρόκειτο ποτέ να αλλάξει την επεκτατική πολιτική της απέναντι στην Ελλάδα προς χάριν των καλών σχέσεών της με την Ευρωπαϊκή Ενωση. Επιπλέον, γνωστό ήταν στα παρασκήνια των Βρυξελλών και στην Αγκυρα ότι στην πραγματικότητα ουδέποτε θα γινόταν δεκτή η Τουρκία στην Ε.Ε. ως πλήρες μέλος της. Καθώς, λοιπόν, διαπιστωνόταν με το πέρασμα των χρόνων η αλήθεια της τουρκικής στρατηγικής για την Ελλάδα και την Κύπρο, ο εγωισμός των Αθηναίων πολιτικών φίλων της Γερμανίας αναποδογύρισε τα πράγματα: Ηταν η Ελλάδα και όχι η Τουρκία αυτή που έπρεπε να προσαρμόσει τις εθνικές της υποθέσεις στα ζητούμενα από την Ευρωπαϊκή Ενωση για τις ευρωτουρκικές σχέσεις! Στο πεδίο των τουρκικών διεκδικήσεων, έπρεπε η Αθήνα να επιδείξει «ρεαλισμό», για να μην κλείσει ο δρόμος της Τουρκίας προς την Ευρώπη. Βεβαίως, απέτυχε τελικά αυτή η «πολιτική». Αλλά οι «στρατηγικοί» ερασιτεχνισμοί των «ευρωπαϊστών» του 1996-2004 έκαναν την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας να έχει μπλεχτεί στα γραφειοκρατικά γρανάζια της Ε.Ε. και στις δουλειές του Βερολίνου με την Αγκυρα. Τώρα πολλά αλλάζουν. Η ελληνική διπλωματία, γνωρίζοντας ότι οι σχέσεις Ε.Ε. - Τουρκίας πρόκειται να δοκιμαστούν στο ορατό μέλλον, προσπαθεί να κινηθεί μακριά από τις παραισθήσεις και τα πείσματα των Αθηναίων «ευρωπαϊστών», που είχαν ελπίσει να «οδηγήσουν» υπογείως την κυβέρνηση Μητσοτάκη στις δικές τους γραμμές. Απέτυχαν και αυτό τους προκάλεσε έντονο εκνευρισμό.