Όταν σε ένα μεγάλο αστικό κέντρο, όπως η Αθήνα, είναι ατάκτως στοιβαγμένος, χωρίς καθαρούς παραγωγικούς όρους, ο μισός, σχεδόν, πληθυσμός της χώρας, χωρίς οικονομικά, κοινωνικά, πολεοδομικά σχέδια υποδοχής του μετά το 1945, τότε η πόλη ολόκληρη εξελίσσεται σταδιακά σε ένα τερατώδες εποικιστικό μόρφωμα, σε ένα οικιστικό έκτρωμα. Μια τέτοια πρωτεύουσα, όχι μόνο δεν πρωτεύει σε τίποτε, αλλά παράγει κακή ποιότητα καθημερινής ζωής, μόλυνση, ηχορύπανση, ανοίγει πληγές κοινωνικής δυστυχίας, σκορπίζει ανασφάλεια, μαύρη εργασία, ανισότητες, ανεργία και -αναπόφευκτα- γεννάει υπόκοσμο και εγκληματικότητα σε μεγάλη έκταση. Το τι έπρεπε να έχει γίνει, τι κακώς έγινε και τι δεν έγινε για την Αθήνα από τις πολιτικές «ελίτ» είναι γνωστό σε όλους όσοι έζησαν και ζουν σε αυτήν την πόλη. Μακρά περίοδος πολιτικής αδράνειας άφησε την πρωτεύουσα στην τύχη της, από κάθε άποψη. Κάτω και γύρω από την Ακρόπολη, στη σκιά του Παρθενώνα, απλώνεται σήμερα ένα ασυνάρτητο οικιστικό και κοινωνικό τοπίο με τριτοκοσμικά στοιχεία, που στριμώχνει στους δρόμους της πνιγηρής τσιμεντούπολης εκατομμύρια αυτοκίνητα και ψυχικά ταλαιπωρούμενους πολίτες. Υποτυπώδες για πρωτεύουσα το συγκοινωνιακό δίκτυο, έλλειψη πρασίνου, δημόσιοι χώροι στο έλεος του πολιτισμού των τραπεζοκαθισμάτων, πρωτόγονοι οι μέθοδοι διαχείρισης σκουπιδιών. Και, «ασορτί» με όλα αυτά, διαπιστώνονται τα τεράστια κενά σύγχρονων τεχνικών μέσων και εκπαιδευμένου προσωπικού στην Αστυνομία. Οι δυνάμεις της αδυνατούν να ελέγξουν την καθημερινή παραβατικότητα στην πόλη και να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τη «νέα εγκληματικότητα» σε επιχειρησιακό επίπεδο. Τα αστυνομικά τμήματα στις γειτονιές της Αθήνας εξακολουθούν να πάσχουν, στην πλειονότητά τους, από έλλειψη αστυνομικών. Η ποινική Δικαιοσύνη και τα υπάρχοντα σωφρονιστικά μέσα παραλύουν μπροστά στον όγκο των προβλημάτων, η Βουλή νομοθετεί σπασμωδικά διάφορους «νεωτερισμούς» για τους χρόνους έκτισης ποινών των φυλακισμένων και οι δρόμοι γεμίζουν από… αποφυλακισμένους. Επικίνδυνοι κακοποιοί κυκλοφορούν ελεύθεροι. Η Αστυνομία δικαίως παραπονείται ότι συλλαμβάνει κακοποιούς και το νομικό «σύστημα», αργά ή γρήγορα, τους αφήνει ελεύθερους. Το όλο σκηνικό οπλίζει με τόλμη και αυτοπεποίθηση ποικίλων ειδών και «ειδικοτήτων» εγκληματίες και συμμορίες ένοπλων καθαρμάτων, οι οποίες συνεχώς αυξάνουν τον «κύκλο των εργασιών» τους. Σε τέτοια πόλη, σε τέτοια «πρωτεύουσα», με τέτοιους ισχνούς ελεγκτικούς μηχανισμούς «δημόσιας τάξης», τέτοιοι και τόσοι οι εγκληματίες. Και όλα δείχνουν ότι και ξένοι «επαγγελματίες» του εγκλήματος, φονιάδες, ληστές, λαθρέμποροι και «νονοί» συμμοριών, εκτιμούν ιδιαιτέρως το «φιλικό περιβάλλον» της Αττικής, μετακομίζουν εδώ και δραστηριοποιούνται αναλόγως τις τελευταίες δεκαετίες.

Τώρα, ακόμα ένα ειδεχθές έγκλημα, τούτη τη φορά στα Γλυκά Νερά, δικαιολογημένα προκάλεσε οργή και συναισθηματικά ξεσπάσματα στην κοινωνία και πλούτισε την «επικαιρότητα» με ποικίλων ποιοτήτων ρεπορτάζ και γνωμολογίες. Από κοντά και τα λόγια για αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα, με βιαστικά και ακατάστατα επιχειρήματα. Vox populi, αλλά και επιπόλαιες φλυαρίες. Οι πιο σοβαροί νομικοί επιστήμονες και έμπειροι δικαστικοί επισημαίνουν ότι αυστηροποίηση των ποινών ας γίνει, αλλά δεν πρόκειται να μειώσει, παρά μόνο ελάχιστα, τη δύναμη και την έκταση της εγκληματικότητας, χωρίς άλλη ποιότητα επιστημονικών μέσων και οργάνωσης των αστυνομικών «κυνηγών» του κοινού εγκλήματος, χωρίς άλλη ποιότητα σωφρονιστικών καταστημάτων, χωρίς τη λειτουργία επιτροπών που θα μελετούν προσεκτικά, μακριά από τον θόρυβο της «αγοράς», κάθε αίτημα αποφυλάκισης, με «ακτινογραφία» της προσωπικότητας του αιτούντος. Ας μην κοροϊδευόμαστε. Δεν έχει σημασία αν ο εκάστοτε υπουργός Προστασίας του Πολίτη είναι ευφυής ή ανόητος, της κατηγορίας των «ασχέτων». Σημασία έχει ότι αυτήν την ώρα το οικοδόμημα καταπολέμησης της εγκληματικότητας στην Ελλάδα παραμένει ανεπαρκές νομικά, διοικητικά και επιχειρησιακά, με κυβερνητικές ευθύνες δεκαετιών. Οπου κατ’ εξαίρεση υπάρχει τεχνική υποδομή και ειδικής εκπαίδευσης πρόσωπα τα πράγματα λειτουργούν σωστά. Για παράδειγμα, ειδικοί κλάδοι της Αστυνομίας, για δίωξη ναρκωτικών και λαθρεμπορίας, που διαθέτουν σύγχρονα μέσα και δίκτυο διεθνών συνεργασιών, σημειώνουν εντυπωσιακές επιτυχίες. Αλλά το πρόβλημα της «νέας εγκληματικότητας» με κέντρο τη «μουτζούρα» της Αθήνας παίρνει διαστάσεις εφιαλτικές.