Μετά τις ιστορικών διαστάσεων μεταβολές που προκάλεσε στη μεταπολεμική Ευρώπη και στις ισορροπίες δυνάμεων στον κόσμο η πτώση του Τείχους το 1989- 1990, ακολούθησε σειρά γεγονότων, τα οποία προκάλεσαν σοβαρές γεωπολιτικές αλλαγές και ανακατατάξεις σε ευαίσθητες περιοχές του κόσμου.

Στον ελληνικό ορίζοντα, μια σοβαρή εξέλιξη, με γεωπολιτικές διαστάσεις, ήρθε να προκαλέσει στην Ελλάδα μεγάλα προβλήματα εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας: η μετεξέλιξη της μεταπολεμικά δυτικότροπης και μέλους του ΝΑΤΟ Τουρκίας σε αντι-δυτική ισλαμική δύναμη, με εθνική ιδεολογία ένα μείγμα νεοοθωμανισμού – παντουρκισμού σε αναζήτηση «ζωτικού χώρου».

Αυτή η «νέα» Τουρκία έδωσε μια καινούργια επιθετική πνοή στην ήδη διατυπωμένη κεμαλική «σχολή», που ασκούσε από τη δεκαετία του ’70 οργανωμένες πιέσεις στην Ελλάδα, με πρώτο στόχο τη μεταβολή του νομικού καθεστώτος στο Αιγαίο και τη διασφάλιση της στρατιωτικής κατοχής στον Βορρά της Κύπρου.

Σήμερα, δίπλα σε αυτούς τους στόχους η ισλαμική Τουρκία του αρχηγού των «Αδελφών Μουσουλμάνων», Ταγίπ Ερντογάν, έχει ανοίξει, ως γνωστόν, τη βεντάλια μιας διευρυμένης αναθεωρητικής πολιτικής, που ζητά, εκτός των Συνθηκών και των κανόνων της διεθνούς έννομης τάξης, τη γεωπολιτική συρρίκνωση της Ελλάδας στην περιοχή, με «γκρίζο» το Αιγαίο, μέσω της «γαλάζιας πατρίδας» στη Μεσόγειο, και της δημιουργίας προβλήματος «Τούρκων» στα ελληνικά εδάφη της Θράκης.

Τώρα, οι υποθέσεις εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας της Ελλάδας είναι εξαιρετικά «απαιτητικές» και έχουν πλέον μεγάλες διαστάσεις, που απλώνονται πέρα από τα διμερή ελληνοτουρκικά ζητήματα, σε περιοχές μεγάλου στρατηγικού ενδιαφέροντος. Διότι η ισλαμική Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν έχει διαμορφώσει μια νέα κατάσταση, ασταθή, εύφλεκτη και αδιανόητη για τη μεταπολεμική τάξη: μια χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ και συνομιλητής της Ε.Ε. έχει γίνει φορέας του ακραίου πολιτικού Ισλάμ, των «Αδελφών Μουσουλμάνων» και των τζιχαντιστών, δηλαδή των φανατικών αρνητών της «Δύσης».

H Γερμανία υποστηρίζει τον «Σουλτάνο», ανεξάρτητα ή και αντίθετα από οποιαδήποτε άποψη μπορεί να έχουν οι εταίροι της στην Ε.Ε.
Οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ και οι Ευρωπαίοι της Ε.Ε. καλούνται να αντιμετωπίσουν την «τρελή» κατάσταση της ισλαμικής Τουρκίας, την ταυτότητα της οποίας ο αρχηγός Ταγίπ Ερντογάν δίνει δηλώνοντας τον Αύγουστο του 2020: «Στον δικό μας πολιτισμό, η κατάκτηση δεν είναι κατοχή, δεν είναι λεηλασία. Είναι η εγκαθίδρυση της δικαιοσύνης που ο Αλλάχ διατάζει».

Απέναντι σε αυτήν τη χώρα, που με ταχείς ρυθμούς οργανώνεται εσωτερικά από το καθεστώς Ερντογάν, με στόχο την παλινόρθωση της παλαιάς ισλαμικής τάξης, όπου το κράτος τελεί υπό θρησκευτική ηγεσία, η Δύση, εμφανώς αμήχανη, δεν έχει ακόμη αποφασίσει ποιες σχέσεις μπορεί να έχει με την Αγκυρα.

Αυτή την ώρα, ΝΑΤΟ και Ε.Ε. συζητούν με τον Ερντογάν, που συνεργάζεται με τους μαχητές της τζιχάντ, οι οποίοι αποτελούν την ένοπλη υποστήριξη της παγκοσμιότητας της μουσουλμανικής αποκάλυψης.

Ο Αλλάχ διδάσκει πολιτική στον «Αδελφό Μουσουλμάνο» Ταγίπ Ερντογάν και αυτό το τουρκικό Ισλάμ το «εισπράττουν» άμεσα τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα και η Κύπρος.

Στο πεδίο της «πολιτικής» που προσπαθούν να συγκροτήσουν, σε κατάσταση σύγχυσης, οι σύμμαχοι και οι εταίροι της Ελλάδας απέναντι στην αντιδυτική Τουρκία, η Αθήνα έχει προφανείς δυσκολίες διπλωματικών κινήσεων στην Ευρώπη, όπου το Βερολίνο υποστηρίζει ξεκάθαρα τον ισλαμιστή Ερντογάν, ανεξάρτητα ή και αντίθετα από οποιαδήποτε άποψη μπορεί να έχουν για τη σημερινή Τουρκία οι εταίροι της Γερμανίας στην Ε.Ε.

Ετσι, καθώς μικραίνει πλέον ο χρόνος που οδηγεί στη Σύνοδο Κορυφής των «27», η ελληνική διπλωματία εργάζεται για να ξεπεράσει το εμπόδιο της εναντίον των ελληνικών συμφερόντων σύμπλευσης Γερμανίας - Τουρκίας στο ευρωπαϊκό πεδίο. Τίποτε δεν έχει ακόμη κριθεί.