Εδώ και µία πενταετία, η Άγκυρα δοκιμάζει, απέναντι στην Ελλάδα, τη διδασκαλία του Σουν Τσου για «νίκη χωρίς µάχη» µε τακτικές κινήσεις που καταπονούν τον αντίπαλο και, τέλος, τον εξουθενώνουν, χωρίς να έχει χρειαστεί να χυθεί αίµα. Η Αθήνα είχε στο διάστηµα αυτό κάποιες απώλειες, όπως ο αιφνιδιασµός της από το τουρκολιβυκό µνηµόνιο, αλλά την τελευταία διετία ενίσχυσε σηµαντικά την άµυνά της και τη στρατηγική θέση της στην Ανατολική Μεσόγειο και σήµερα ανταποδίδει στα ίσια στην Τουρκία την τακτική του µεγάλου Κινέζου στρατηγικού δασκάλου.

Οι ελληνικές κινήσεις, µολονότι καθυστερημένες, έφεραν την Τουρκία σε ένα πεδίο αντιπαράθεσης που δεν είναι πλέον της δικής της επιλογής. Ο νεο-Οθωµανός εθνικιστής Ερντογάν έχει µπροστά του ένα άριστα ασκηµένο αεροναυτικό δυναµικό, που ορθώνει στρατιωτικό «τείχος» απέναντι στην επιθετική Τουρκία. Η Άγκυρα αποδοκιµάζεται από Αµερικανούς και Ευρωπαίους για τις παράνοµες συµπεριφορές της απέναντι στην Ελλάδα, αποδοκιµάζεται για τις σχέσεις της µε τζιχαντιστές και «αδελφούς µουσουλµάνους» και οι πολιτικές και στρατιωτικές συµµαχίες της Ελλάδας στη Μεσόγειο και η αµυντική συνεργασία της µε τις ΗΠΑ περιορίζουν σηµαντικά τις τουρκικές κινήσεις. Ο Ερντογάν γνωρίζει ότι, αν θελήσει να κάνει πόλεµο στην Ελλάδα, θα τον πληρώσει πολύ ακριβά. Και οι επιµέρους σπασµωδικοί «τραµπουκισµοί» που επιχειρεί και τώρα στη θάλασσα υπογραµµίζουν µόνο τα αδιέξοδά του.

Σήµερα, ο θυµός του Ερντογάν απέναντι στην Ελλάδα προκαλεί στον ίδιον αταξία και τον καθιστά απρόσεκτο. Ετσι, ο ισλαµιστής Τούρκος πρόεδρος δεν έχει σήµερα απέναντί του την Ελλάδα του 2017-2019, αλλά αυτήν του 2020-2021. Αυτός ο ίδιος οδήγησε µε την υπεροψία του τα πράγµατα στην αλλαγή τους, µε αποτέλεσµα να έχει σήµερα απέναντί του µια Ελλάδα µε αυξηµένη αυτοπεποίθηση. Η θεαµατική τουρκική επιχείρηση «εκφοβισµού» της χώρας µας το 2018-2019 απέτυχε. Ο οξύθυµος «σουλτάνος» προκάλεσε τελικώς µε τις υπερβολές του σύγχυση και αταξία στις δικές του γραµµές και «ξύπνησε» την Αθήνα, η οποία άλλαξε πρόσωπο, πέρασε από την «ψυχραιµία» στην εκπομπή ενέργειας και «έπαιξε» τον αντίπαλο µε τη δική του τακτική, µε ελιγµούς για «νίκη χωρίς µάχη».

Η παρτίδα παίζεται ακόµη. Φυσικά και οι πονηριές του νεόπλουτου «σουλτάνου» θα συνεχίζονται. Γι’ αυτό και στο εξής οι ελληνικές κινήσεις πρέπει να είναι καλά µελετηµένες, ώστε να µη χάσει η Αθήνα τα πλεονεκτήµατα που απέκτησε την τελευταία διετία στη διεθνή σκηνή, στα θεσµικά όργανα της Ε.Ε., στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή, σε όλα όσα δηλαδή «διαολίζουν» την Τουρκία του νεο-Οθωµανού Ταγίπ Ερντογάν. Κι αν πρόκειται η Αθήνα να προχωρήσει σε µια σηµαντική «πρωτοβουλία» στη σκακιέρα της γεωπολιτικής περιοχής µας, ας την κάνει όταν η Αγκυρα δεν θα την περιµένει. Βέβαιο είναι ότι ο Τούρκος πρόεδρος, φορτωµένος µε ουκ ολίγα «ανοικτά» προβλήµατα που ο ίδιος δηµιούργησε µε τις ξέφρενες, «αυτοκρατορικές» φιλοδοξίες του, θα επιδιώξει να διασφαλίσει το 2021-2022 κάποια «κέρδη» στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, να βρει «περάσµατα» στην Ευρώπη, παρακάµπτοντας τα ελληνικά διπλωµατικά εµπόδια που ήδη βρίσκει στον δρόµο του. Η Αθήνα έχει κάθε λόγο να διατηρήσει απέναντι στη νευρική και ανήσυχη Αγκυρα την εξωστρεφή εξωτερική πολιτική της τελευταίας διετίας, διατάσσοντας στρατηγικά τις πολιτικές και στρατιωτικές δυνάµεις της.

Το διεθνές «παιχνίδι» είναι πλέον µεγάλο και έχει τις γεωπολιτικές αντανακλάσεις του και στη δική µας περιοχή, όπου αναπτύσσει τις επεκτατικές πολιτικές του ο τουρκικός εθνικισµός. Σηµαντικό πλεονέκτηµα της Ελλάδας σήµερα είναι οι σταθερές συµµαχίες και οι κεντρικές επιλογές της, καθώς και το γεγονός ότι στον τοµέα των εξωτερικών υποθέσεων και της εθνικής ασφάλειας το εσωτερικό πολιτικό µέτωπο είναι αρραγές.