H Τουρκία σίγουρα ζει δύσκολες εποχές, για πολλούς και διάφορους λόγους. Η αυταρχική διακυβέρνηση του καθεστώτος Ερντογάν, η σοβαρά τραυματισμένη οικονομία της χώρας και τα έντονα κοινωνικά προβλήματα που τη σημαδεύουν, οι εξωτερικές υποθέσεις της, ανοικτές σε μια σειρά μέτωπα, και οι προβληματικές σχέσεις της με τις ΗΠΑ και τη Δύση γενικότερα συγκροτούν ένα βάρος δύσκολα διαχειρίσιμο από την τουρκική ηγεσία.

Στην Ελλάδα, πολιτικά και μιντιακά κέντρα μεταφέρουν συχνά στην κοινή γνώμη την εκτίμηση ότι η εκ μέρους των πολιτική αποδοκιμασία του νεο-οθωμανισμού που προωθεί ο ισλαμιστής πρόεδρος Ερντογάν, καθώς και οι ποικίλες «εξαρτήσεις» του από Ευρωπαίους, Αμερικανούς και Ρώσους, αδυνατίζουν πολύ τη θέση της Τουρκίας και «αυτομάτως» φέρνουν στρατηγικά κέρδη στην ελληνική πλευρά.

Τέτοια συμπεράσματα είναι και βιαστικά και λανθασμένα, γιατί η πραγματικότητα είναι απλώς διαφορετική: Η Τουρκία δεν είναι μια χώρα που εύκολα θα «καταρρεύσει» οικονομικά, αβοήθητη από ισχυρούς τρίτους, ή θα «απομονωθεί» από τον κόσμο με τον οποίον συναλλάσσεται, εξαιτίας λαθών και κακής συμπεριφοράς του υπερφίαλου προέδρου της. Το μέγεθος και η γεωπολιτική - στρατηγική θέση της, η μεγάλη αγορά της (κάτι μας «διδάσκουν» γι’ αυτήν οι Ισπανοί και τα Εμιράτα), οι σημαντικές ξένες επενδύσεις στα εδάφη της και οι πολλές «δουλειές» που έχει με μια σειρά χώρες της Δύσης και με τη Ρωσία, αλλά και με την Κίνα και το Κατάρ, συνιστούν μια πραγματικότητα που ξεπερνά κατά πολύ την περίπτωση της ιδιάζουσας προσωπικότητας του Ερντογάν.

Είναι βέβαιο ότι η Άγκυρα προκαλεί τη διεθνή έννομη τάξη, ότι «ανοίγεται» υπερβολικά σε περιοχές μακριά απ’ τα σύνορα της και τα ρίσκα της μεγαλώνουν. Όμως, το ότι η Τουρκία θα κληθεί ενδεχομένως να πληρώσει προσεχώς κάποιες «αυθάδεις» στρατηγικές επιλογές της και να χάσει «πόντους» εκεί όπου προσδοκά κέρδη δεν σημαίνει ότι αυτό θα ενισχύσει αυτομάτως την Ελλάδα στο ελληνοτουρκικό πεδίο.

Αυτό που προέχει για την Αθήνα είναι η σταθερή πολιτική ενίσχυσης των στρατιωτικών δυνάμεων αποτροπής, που παρατάσσει η χώρα για την προάσπιση της εθνικής κυριαρχίας και την προστασία των κυριαρχικών δικαιωμάτων της απέναντι στην επιθετική Τουρκία. Και αυτή η δύναμη δεν μπορεί να καθορίζεται με το αν και κατά πόσον «υποφέρει» ο Ερντογάν και η τουρκική οικονομία ή με το αν ενισχύονται οι δεσμοί της Άγκυρας με την Ουάσινγκτον ή με τη Μόσχα ή με τα καμώματα κάποιων εταίρων της Ε.Ε.

Η Αθήνα, που πέτυχε έναν υψηλής επιχειρησιακής αξίας συνδυασμό αεροσκαφών Rafale και φρεγατών Belharra με την αγορά τους από τη Γαλλία (που δικαίως έχει θορυβήσει την Τουρκία), δεν έχει μπροστά της άλλον δρόμο από την ενίσχυση της άμυνάς της, που θα τροφοδοτήσει με δυνάμεις τη διπλωματία της. Ο μόνος «άλλος» δρόμος θα ήταν η μετατροπή της Ελλάδας σε «δορυφόρο» της Τουρκίας. Οι στρατηγικοί στόχοι της Τουρκίας απέναντι στα εδάφη και στις θάλασσες στην Ελλάδα και την Κύπρο είναι σταθεροί. Δεν μεταβάλλονται ανάλογα με την ποιότητα των σχέσεων της Άγκυρας με την Ε.Ε., με το ΝΑΤΟ και με τη Ρωσία, που, άλλωστε, είναι ήδη εκτεταμένη σε πολλά επίπεδα. Το μόνο «αντίδοτο» που διαθέτει η Ελλάδα για να εξουδετερώνει την τουρκική επιθετικότητα είναι η δύναμη της άμυνάς της.

Η επεκτατική πολιτική του τουρκικού εθνικισμού έχει καταστήσει για την Ελλάδα μονόδρομο τη διατήρηση ισχυρής αποτρεπτικής δύναμης, όσο κι αν το σχετικό κόστος βαραίνει ιδιαίτερα την εθνική οικονομία. Όμως, είναι η Τουρκία αυτή που έχει οδηγήσει τα πράγματα στο να αποτελεί ανεπίτρεπτη «πολυτέλεια» η διατήρηση φθηνής στρατιωτικής μηχανής από την Ελλάδα. Η υποχρέωση της ενίσχυσής τους δεν οφείλεται σε κάποιο ιδιαίτερο πολιτικό «δόγμα», δεν είναι μέρος κάποιου ιδεολογήματος εξωτερικής πολιτικής. Είναι η Τουρκία που επέβαλε αυτή την υποχρέωση.