Τo αµερικανικό non paper που «ακύρωσε» τον αγωγό EastMed προκάλεσε αναταραχή στην πολιτική σκηνή και κλίµα προσφερόµενο για «καυγάδες» σχετικά µε το έγινε, τι δεν έγινε σωστά, τι θα έπρεπε να έχει γίνει και τι να γίνει τώρα. Ποικίλες οι απόψεις σε κείµενα πολιτικών αναλυτών και διεθνολόγων στον Τύπο και έντονη η αµηχανία πολιτικών, που τώρα αφήνουν να διαρρεύσει σε εφηµερίδες ότι «υπογείως» γνώριζαν τη µη βιωσιµότητα του περιβόητου σχεδίου για τον EastMed και την αρνητική θέση των ΗΠΑ, αλλά δεν µας λένε γιατί… µας το έκρυβαν.

Η κυβέρνηση προσπαθεί να ξεπεράσει χωρίς θόρυβο τη δυσάρεστη γι’ αυτήν αµερικανική «παρέµβαση» και για ακόµα µία φορά τίθεται στη δηµόσια σκηνή ατάκτως ζήτηµα «αλλαγής στρατηγικής» στα Ελληνοτουρκικά, παρότι η «γραµµή» των Μητσοτάκη - Δένδια δεν µετακινείται. Σε αυτά έχει προστεθεί η άποψη των «ειρηνιστών» της Αθήνας, ότι η καλύτερη στρατηγική για την Ελλάδα στην υπόθεση της τουρκικής επιθετικότητας είναι η αναζήτηση πολιτικών οδών κατευνασµού της Αγκυρας µέσω διαδικασιών που θα στηρίζονταν στο ∆ιεθνές ∆ίκαιο και σε θεσµούς, αρχές και αξίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. ∆εν απέδωσε, όµως, αυτή η θεωρία όποτε επιχειρήθηκε να εφαρµοσθεί, καθώς η Τουρκία ουδέποτε δέχθηκε να εγκαταλείψει την πολιτική των διεκδικήσεων του 1996.

Οι «ειρηνιστές» παγίως αντιτάσσονται στα εξοπλιστικά προγράµµατα και σε εκτός ευρωπαϊκού πλαισίου στρατιωτικές συνεργασίες µε τρίτες χώρες. Και σήµερα υποστηρίζουν, µάλιστα, ότι καλό θα ήταν να προσαρµόσει η Αθήνα τις «αδιέξοδες», λένε, πολιτικές της απέναντι στην πραγµατικότητα, που θέλει την Τουρκία αναπότρεπτα ισχυρή περιφερειακή δύναµη. Οι εν λόγω «ειρηνιστές» προχωρούν σε ορισµένες επισηµάνσεις επάνω σε «αδρανή» σηµεία της ασκούµενης εξωτερικής πολιτικής και σε υπαρκτά ελλείµµατα τολµηρών πρωτοβουλιών στη διεθνή σκηνή, αλλά δεν εξηγούν σήµερα τι ακριβώς θα έπρεπε να πράξει η Ελλάδα απέναντι στην πραγµατικότητα, που αποτελεί η παρουσία ενός µεγάλου αποβατικού στόλου στη µικρασιατική ακτή από τη δεκαετία του ’70 και µιας στρατιάς της Τουρκίας που σηµαδεύει το Αιγαίο. Να αφοπλίσει τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου η Ελλάδα, να σταµατήσει να ενισχύει η Αθήνα µε σύγχρονα οπλικά συστήµατα το Ναυτικό και την Αεροπορία της; Αποφεύγουν (ή, µάλλον, δεν τολµούν) να ξεκαθαρίσουν οι «ρεαλιστές» αν τελικώς πρέπει ή όχι να έχει η Ελλάδα ισχυρές ένοπλες δυνάµεις αποτροπής και δεν διευκρινίζουν ποιους ακριβώς «τζάµπα πόρους», όπως λένε, σπαταλάµε, ούτε απάντησαν ποτέ στο ερώτηµα ποια θα έπρεπε να είναι ακριβώς η ελληνική στόχευση σε έναν διάλογο µε την Αγκυρα που γράφει στα παλιά της τα παπούτσια τις Συνθήκες, το ∆ιεθνές ∆ίκαιο, τον ΟΗΕ, την Ευρωπαϊκή Ενωση και το «ευρωπαϊκό «κεκτηµένο».

Ξεχνούν οι νοσταλγοί του «Ελσίνκι» ότι ο «διάλογος» που οι ίδιοι ξεκίνησαν µε την Τουρκία προ 20ετίας από την αγκαλιά τους και υπερασπίστηκαν επί τέσσερα χρόνια είχε µηδενικά αποτελέσµατα; Κι αυτό, παρότι ειδικοί επιστήµονες, όπως ο κ. Ροζάκης, παρουσίασαν τότε διαλλακτικές απόψεις αλλαγών στο εύρος των ελληνικών χωρικών υδάτων στο Αιγαίο. Η άποψη των «ειρηνιστών», που αυτάρεσκα θεωρούν κάθε διαφωνούντα µε τις θέσεις τους «λαϊκιστή εθνικιστή», δεν είναι πλειοψηφική στον πολιτικό και τον διπλωµατικό χώρο της Ελλάδας.

Οµως, προκαλεί κάποια σύγχυση στην πολιτική σκηνή αυτή την ώρα η αµφισβήτηση της ασκούµενης εξωτερικής πολιτικής από δηµόσια πρόσωπα. Σύγχυση, λοιπόν, και πολυλογία στην Αθήνα σε ώρα που η Τουρκία προωθεί µε πολιτικούς και στρατιωτικούς τραµπουκισµούς και πρωτοφανή νοµικά επιχειρήµατα διεθνώς τις δικές της επεκτατικές πολιτικές και εγείρει ζητήµατα κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωµάτων στη νησιωτική Ελλάδα και στις θάλασσές της. Σταθερός στόχος της Αγκυρας είναι ο περιορισµός των συµφερόντων της Ελλάδας στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο. Κι αυτό δεν διαβάζεται παρά µε έναν µόνο τρόπο.