Η ζοφερή κατάσταση που προκάλεσε στην Ευρώπη η εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία, μαζί και τα πολυετή οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που βαραίνουν τη σταθερά υπερχρεωμένη Ελλάδα, επηρεάζουν αποφασιστικά σήμερα την πολιτική ζωή της χώρας. Στη δημόσια σκηνή, ανησυχίες, προβληματισμοί, νευρικότητα και εντάσεις μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης έχουν τις αντανακλάσεις τους στην ελληνική κοινωνία. Η πλειονότητα των πολιτών, σε κλίμα ανασφάλειας, λόγω των κακών ειδήσεων που τους κυκλώνουν, εκδηλώνει δυσαρέσκεια για βασικές οικονομικές επιλογές της κυβέρνησης, αλλά και έντονη δυσπιστία ή και απογοήτευση για τις πολιτικές δεξιότητες της αντιπολίτευσης, αξιωματικής και ελάσσονος. Παρά τις διαβεβαιώσεις του πρωθυπουργού για κάλπες στην τετραετία, το 2023, η αντιπολίτευση εξακολουθεί να «μυρίζει» εκλογές... προσεχώς (πολυετής, άλλωστε, η σχετική παράδοση).

Αυτό συντηρεί την εκλογολογία και θέτει στο εσωτερικό των τριών μεγαλύτερων κομμάτων της Βουλής προβληματισμούς για τη φυσιογνωμία με την οποία θα παρουσιαστούν στην -όποτε- επόμενη μάχη της κάλπης.

Τα προβλήματα των τριών κομμάτων δεν είναι, όμως, του ίδιου τύπου. Η Νέα Δημοκρατία φέρει μεν το βάρος μιας δύσκολης κυβερνητικής διαχείρισης, φορτωμένης με οικονομικά προβλήματα και πιεστικά κοινωνικά αιτήματα, αλλά δεν βασανίζεται ούτε από προβλήματα ιδεολογικής φύσεως ούτε από ζητήματα αντιπολίτευσης μέσα στο κόμμα. Απέναντί της, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ακόμα απαντήσει στο ερώτημα αν θα είναι στο εξής λιγότερο ή περισσότερο «αριστερό κόμμα» της Αριστεράς, ο δε αρχηγός του έχει απέναντί του μια υπολογίσιμη μειοψηφία, που του ζητάει ένα κόμμα λιγότερο «αρχηγικό». Όσο για το «σοσιαλδημοκρατικό» ΠΑΣΟΚ - ΚΙΝ.ΑΛ., αυτό είναι ακόμη υπό κατασκευή και οι κριτικές του προς την κυβέρνηση ουσιαστικά δεν διαφέρουν από αυτές του ΣΥΡΙΖΑ.

Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο, που διαφοροποιεί τα πράγματα στην πολιτική σκηνή: Η κυβέρνηση της Ν.Δ. μπορεί να ταλαιπωρείται από το βάρος των προβλημάτων αυτής της περιόδου, αλλά βασικά ακολουθεί πολιτικές που προβλέπονται από τη διακηρυγμένη φιλελεύθερη, μεταρρυθμιστική γραμμή της. Είναι πιστή στη φιλελεύθερη «παγκοσμιοποίηση», στο «Μάαστριχτ» και στους όρους της ευρωζώνης. Η κυβέρνηση της Ν.Δ. σήμερα άγχεται και αναστενάζει, όμως κατά βάση δεν κοροϊδεύει κανέναν. Αλλά η πολιτική αμηχανία της αξιωματικής αντιπολίτευσης και του ΠΑΣΟΚ έχει παρελθόν που μετράει μία 12ετία: Από την άνοιξη του 2010 διαχειρίστηκαν, Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, δύο μνημόνια και το καλοκαίρι του 2015 η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ συμφώνησαν στο τρίτο μνημόνιο μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ. Και τα τρία κόμματα, δηλαδή, ουσιαστικά στηρίζουν επί της αρχής την ίδια οικονομική πολιτική.

Έχουμε και κατά το παρελθόν αναφερθεί από αυτήν τη στήλη σε τούτη την «κρυφή πληγή» των δύο αριστερόστροφων κομμάτων της αντιπολίτευσης. Τη δημοσιονομική πειθαρχία της Ε.Ε. και το αυστηρό μοντέλο της ευρωζώνης ούτε θέλουν ούτε μπορούν να τα ακυρώσουν τα κόμματα του κ. Τσίπρα και του κ. Ανδρουλάκη. Έτσι, ρίχνουν το βάρος τους σε επιμέρους ζητήματα, που αφορούν πτυχές του «κοινωνικού κράτους», το μέγεθος του οποίου η φιλελεύθερη οικονομική πολιτική της κυβέρνησης θέλει να ελέγχεται, παρότι αναγνωρίζει την πίεση που ασκείται επί μία 12ετία στα εισοδήματα εργαζομένων και συνταξιούχων. Αυτή η πραγματικότητα προκαλεί ζαλάδα σε ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, που προσπαθούν με τη ρητορική τους να επιβεβαιώσουν τα αριστερά και ευρωσοσιαλιστικά ιδεώδη τους και την απόλυτη αντίθεσή τους προς τη «Δεξιά», αλλά στο πεδίο της εφαρμοσμένης πολιτικής και του προσδιορισμού ενός αξιόπιστου «άλλου» δρόμου πάσχουν σοβαρά. Το κουρασμένο ελληνικό κοινό δεν «μασάει» πλέον εύκολα.

Όσο κι αν πολλές και διάφορες εξελίξεις «τρέχουν» στο εσωτερικό της χώρας μας και στον διεθνή περίγυρό της, η υπερχρεωμένη Ελλάδα της ευρωζώνης και το παραγωγικό πρόβλημά της είναι στο πολιτικό πεδίο κοινό βάρος για όλα τα κόμματα εξουσίας της χώρας.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 29 Απριλίου 2022