Από τα µέσα της δεκαετίας του ’70, το ΝΑΤΟ και οι ισχυρές χώρες της Δύσης προσπάθησαν να απαλλαγούν από το βάρος των ελληνοτουρκικών «διαφορών», που προκλήθηκαν από την επιθετικότητα της Τουρκίας, συνιστώντας στην Αθήνα και την Άγκυρα να τα «βρουν» µεταξύ τους. Το κύρος της Συµµαχίας θα είχε πληγεί άσχηµα, απέναντι στην ΕΣΣ∆, αν δύο µέλη του ΝΑΤΟ έρχονταν σε στρατιωτική σύγκρουση µεταξύ τους.

Η γραµµή αυτή -που ταλαιπώρησε την ελληνική διπλωµατία και τις Ενοπλες ∆υνάµεις της χώρας µας- τηρήθηκε πιστά από Αµερικανούς και Ευρωπαίους συµµάχους της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ επί δεκαετίες έως πρόσφατα και έδωσε «αέρα» στην Αγκυρα. Μάταια η Αθήνα επεσήµαινε, ιδιαίτερα την τελευταία 10ετία, στους ∆υτικούς συµµάχους της τη σηµασία της άρνησης του ∆ιεθνούς ∆ικαίου της Θάλασσας από την Αγκυρα και τις «κρυφές» επεκτατικές προθέσεις της ισλαµικής Τουρκίας, που, παρότι µέλος του ΝΑΤΟ, απεχθανόταν τους Ευρωπαίους της Ε.Ε., αντιπαθούσε τις ΗΠΑ και τους δηµοκρατικούς θεσµούς της ∆ύσης. Η στρατηγική όραση των ισχυρών της ∆ύσης ήταν εξαιρετικά αδύναµη, ενώ ισχυρή ήταν η βούλησή τους για παγκόσµια ισχύ και εµπορικά κέρδη στον κόσµο µετά το τέλος του Ψυχρού Πολέµου.

Η Ελλάδα ήταν πάντοτε πιστός Ευρωπαίος σύµµαχος στο ΝΑΤΟ και καλή φίλη των Ηνωµένων Πολιτειών, αλλά ο «απαραίτητος» φίλος τους ήταν η Τουρκία - κι ας χαιρετούσε ανοικτά πλέον ο Ταγίπ Ερντογάν στις δηµόσιες εµφανίσεις του µε το σήµα της Μουσουλµανικής Αδελφότητας κι ας ενίσχυε τους φονιάδες του Ισλαµικού Κράτους. ΗΠΑ και ΝΑΤΟ, από κοντά και οι Ευρωπαίοι έµποροι της Ε.Ε., τα ανέχονταν όλα αυτά, διότι ο τουρκικός ισλαµισµός ήταν «πολύτιµος» σύµµαχος της ∆ύσης.

Ετσι έλεγαν. Και η Αθήνα όφειλε να το καταλαβαίνει αυτό και να επιδεικνύει «κατανόηση», ακόµα κι αν η Αγκυρα την απειλούσε µε πόλεµο και ο Ερντογάν ζητούσε αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης και των θαλάσσιων συνόρων.

Πέρασαν τα χρόνια, και τώρα αγωνίζονται οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ να τα «βρουν» µε την τυχοδιωκτική πολιτική του ρωσόφιλου ισλαµιστή Ερντογάν, που θέλει να τους πουλήσει σε ακριβή τιµή τη στρατηγικά «πολύτιµη» Τουρκία. Και τρέµουν οι ∆υτικοί, λένε οι διεθνείς παρατηρητές, στη σκέψη ότι µπορεί η Τουρκία να πέσει στην αγκαλιά της Ρωσίας - λες και τώρα είναι αντίπαλός της.

Είναι εντυπωσιακό το ότι Αµερικανοί και Ευρωπαίοι «επιτελείς» επιµένουν να πιστεύουν ότι ο διεστραµµένος «γάµος» τους µε την ισλαµική Τουρκία µπορεί να έχει κάποιο µέλλον. Ούτε τον χάρτη δεν διαβάζουν. Ετσι, όσο συχνά ο Ερντογάν «βγάζει τη γλώσσα» του στους ∆υτικούς κοροϊδεύοντάς τους, το ίδιο συχνά οι ισχυροί της Συµµαχίας τον καλοπιάνουν. Λογικό είναι, λοιπόν, να τους εµπαίζει κάθε τόσο ο «σουλτάνος», που φιλοδοξεί να γίνει «η σκιά του Αλλάχ πάνω στη Γη» µε τις ευλογίες της χριστιανικής ∆ύσης.

Έχει µπλέξει άσχηµα πλέον το ΝΑΤΟ µε την «πολύτιµή» του Τουρκία, που το έχει κάνει άνωκάτω. Η ηγεσία της Συµµαχίας καλείται σήµερα να αντιµετωπίσει την αλήθεια.

Το ζήτηµα, όµως, είναι το κατά πόσον µπορεί να θεωρείται πλέον «λογικό» να καλείται σε πολιτικά παρασκήνια η Ελλάδα να δείξει κατανόηση στη νεο-οθωµανική εθνικιστική «τρέλα», να καλείται από κύκλους «µετριοπαθών», εγχώριους και ξένους, να ξεκινήσει «διάλογο» µε ποιον;

Με µία πολιτικά άξεστη και πολεµοχαρή τουρκική ηγεσία, που πάλι επιτίθεται στην Ελλάδα ανοικτά, δηλώνει ότι καθόλου δεν συµπαθεί τη ∆ύση, ότι δεν δεσµεύεται από το ∆ιεθνές ∆ίκαιο της Θάλασσας, από τη διεθνή έννοµη τάξη και από τις διεθνείς Συνθήκες; Κι αυτό, µάλιστα, σε µια χρονική στιγµή που η συµµαχία της ∆ύσης, µε επικεφαλής τις ΗΠΑ, αγωνίζεται να σώσει τον προβληµατικό «γάµο» του ΝΑΤΟ µε την Τουρκία, που ακολουθεί δικές της, «αυτόνοµες» στρατηγικές;

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 28 Μαΐου 2022