Η ΔΙΑΡΚΗΣ παράταση των διαπραγµατεύσεων της κυβέρνησης µε τους δανειστές δυσκολεύει, κατά κοινή παραδοχή, ολοένα και περισσότερο τα οικονοµικά πράγµατα της χώρας. Η υπόθεση παίρνει χαρακτηριστικά χοντροκοµµένου «ανεκδότου». Οι αντοχές της κοινωνίας εξαντλούνται, η αγορά στεγνώνει επικίνδυνα. Πυκνώνουν πλέον τα µηνύµατα απελπισίας από οικονοµικά κέντρα και επαγγελµατικούς φορείς προς τους κυβερνώντες, καθώς εκατοντάδες επιχειρήσεις διαφόρων µεγεθών συντρίβονται κάθε µήνα από την κρίση.

Η παρατεινόµενη όσο και βασανιστική αβεβαιότητα για τους όρους λειτουργίας της κάτισχνης παραγωγικής βάσης και για τις «αναπτυξιακές» προοπτικές της χώρας µεγαλώνει το ελληνικό δράµα. Το ζήτηµα που τίθεται, λοιπόν, στην πολιτική σκηνή σήµερα είναι: Αν η περιβόητη υπόθεση της αξιολόγησης κλείσει -όποτε κλείσει-, σε ποιο σκηνικό θα εξελίσσονται τα πράγµατα τους επόµενους µήνες του 2017;

∆ιότι η σηµερινή κατάσταση µόνο προβλέψεις για σταθερά δεδοµένα και ψύχραιµη πολιτική διαχείριση των πραγµάτων δεν επιτρέπει. Κατ’ αρχάς, σήµερα οι πολίτες που παρακολουθούν τις πολιτικές εξελίξεις πληροφορούνται ότι οι διαπραγµατεύσεις µε τους ξένους δανειστές έχουν να κάνουν µε τις εκλογές που διεξάγονται ή πρόκειται να διεξαχθούν προσεχώς σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Και αυτό δεν τονώνει βέβαια την αυτοπεποίθηση κανενός, όταν µάλιστα τη σχετική αναφορά αυτής της «εξάρτησης» κάνουν στα µέσα µαζικής ενηµέρωσης πρώτοι και καλύτεροι οι πολιτικοί. Οι πολίτες ακούν να γίνεται, ταυτοχρόνως, σε καθηµερινή βάση, λόγος πολύς για το ενδεχόµενο εκλογών στην Ελλάδα προσεχώς.

Από κύκλους κυβερνητικούς «ξεφεύγουν» προς τους δηµοσιογράφους πληροφορίες ότι είναι αυξηµένες τώρα οι πιέσεις στελεχών προς τον πρωθυπουργό για τη διεξαγωγή εκλογών ενώπιον του κινδύνου «ολικής κατάρρευσης» προσεχώς, λόγω των νέων µέτρων που φέρνει η αξιολόγηση.

Από άλλους κύκλους, επίσης κυβερνητικούς, κυκλοφορεί η πληροφορία ότι ο κ. Τσίπρας είναι «αποφασισµένος» να µην προσφύγει σε εκλογές, όσο κι αν σήµερα τα δηµοσκοπικά νέα είναι ιδιαίτερα δυσµενή για την κυβέρνηση και το κόµµα του. Και η αβεβαιότητα ενισχύεται µε την αξιωµατική αντιπολίτευση να δηλώνει πως θέλει οπωσδήποτε εκλογές και µε κάποια στελέχη της να υποστηρίζουν µε σιγουριά ότι ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του δεν θα µπορέσουν να «βγάλουν» τη χρονιά.

Αν σε αυτά προσθέσει κανείς ότι τραπεζικοί παράγοντες εκφράζουν την πιο βαθιά ανησυχία τους για την οικονοµική κατάσταση της χώρας, καθώς και τα άκρως απαισιόδοξα σχόλια οικονοµικών αναλυτών για την Ελλάδα σε µεγάλες ξένες εφηµερίδες και ηλεκτρονικά δίκτυα, γίνεται φανερό ότι το 2017 είναι ήδη µια πολύ «σκοτεινή» χρονιά. Πολλά και µεγάλα τα δύσκολα. Ουδεµία αµφιβολία γι’ αυτό. Αλλά η ποιότητα του πολιτικού προσωπικού «πρώτης γραµµής» παίζει τεράστιο ρόλο στο παρόν δράµα.

∆εν είναι µόνο τα οικονοµικά στοιχεία που θα προσδιορίζουν τα πράγµατα προσεχώς. Αλλωστε, «µυστήριο» γι’ αυτά δεν υπάρχει. Αυτό που θα καθορίσει τη συνέχεια θα είναι το αν και κατά πόσον θα µπορέσουν τα πολιτικά πρόσωπα που παρατάσσουν η κυβέρνηση και η αξιωµατική αντιπολίτευση να διαχειρισθούν µε καθαρή σκέψη και ψυχική αντοχή την αβεβαιότητα και τη σύγχυση που έχει φέρει στη δηµόσια σκηνή η µεγάλη κρίση.

Για να συµβεί αυτό, πρέπει η πολιτική τάξη να παραδεχθεί την επταετή αποτυχία της και να κοιτάξει να µάθει από αυτήν. Σήµερα, ο κυβερνητικός πανικός και η έντονη αντιπολιτευτική νευρικότητα συνθέτουν ένα «κλίµα» που, αν δεν αλλάξει, θα συσσωρεύσει κι άλλες καταστροφές, οικονοµικές και κοινωνικές, στον τόπο. Και κάνουν λάθος οι πολιτικοί κύκλοι που µετρούν στα γραφεία της Κουµουνδούρου και της Πειραιώς ως σηµαντικό πολιτικό πλεονέκτηµά τους την «καλή γνώµη» που (µπορεί να) έχουν γι’ αυτούς το Βερολίνο, οι Βρυξέλλες και η Ουάσινγκτον.

Αυτό είναι το τελευταίο που θα µετρούσε στη συνέχεια και µάλιστα µε την Ευρώπη σε µεγάλη κρίση και µε τον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ να µην έχει καθόλου καλές προθέσεις απέναντί της.