Πολλά σήμερα, σε καθημερινή βάση, τα λόγια πολιτικών για το πόσο πολύ άσχημα είναι τα πράγματα, πώς ήταν πριν από την κρίση, τι έγινε και τι δεν έγινε τα περασμένα χρόνια, ποια ήταν τα μεγάλα λάθη, ποιες κυβερνήσεις τα έκαναν, τι δεν έγινε τα πρώτα χρόνια της κρίσης και πώς θα ήταν δυνατόν να αλλάξουν τώρα, για να μπει ένα «φρένο» στην κατηφόρα.

Ομως, σημασία θα είχε να απασχολούνταν το πολιτικό εποικοδόμημα με όλα όσα ΔΕΝ συζητούνται σήμερα από κυβερνητικούς παράγοντες, βουλευτές και στελέχη κομμάτων.

Οταν σήμερα διαπληκτίζονται δημοσίως οι πολιτικοί της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης, αποφεύγουν συστηματικά να ξεκινήσουν τους συλλογισμούς τους από βασικές αλήθειες, τις οποίες καθιστούν αόρατες.

Ομως, χωρίς την παραδοχή τους, τα σημερινά επιχειρήματά τους στερούνται πολιτικής ουσίας, ενισχύουν χρόνιες πολιτικές ασθένειες και, επιπλέον, προβαλλόμενα καθημερινά και με ένταση συσκοτίζουν την πραγματικότητα. Διότι η μεγάλη αλήθεια είναι, βεβαίως, ότι το μεγάλο εθνικό στοίχημα της Ελλάδας διατυπώθηκε όταν η Αθήνα έβαλε την υπογραφή της για μια νέα πορεία της χώρας στην Κοινότητα των Ευρωπαίων, με ξεκίνημα τον Ιανουάριο του 1981. Αυτό το στοίχημα το έχασε με τον χειρότερο τρόπο ο αστικός πολιτικός κόσμος, με άμεση ευθύνη ΟΛΩΝ των κυβερνήσεων.

Πρώτα χάθηκε η φάση της εντατικής παραγωγικής, διοικητικής και τεχνικής οργάνωσης της χώρας, τη δεκαετία του ’80, σε μια περίοδο ανάπτυξης της ΕΟΚ, που διέθετε τότε πολλά οικονομικά και τεχνικά εργαλεία για να μπορέσουν χώρες του νότου όπως η Ελλάδα να σταθούν με αξιώσεις στον σύγχρονο ευρωπαϊκό κόσμο, που δημιουργούσε νέες σοβαρές υποχρεώσεις, αλλά και ευκαιρίες στις χώρες της ΕΟΚ.

Ετσι, το ξεκίνημα της δεκαετίας του ’90 βρήκε τη χώρα σε χείριστη οικονομική κατάσταση, με ένα διογκωμένο Δημόσιο, με παραγωγικό μοντέλο «σαράβαλο» και με Δημόσια Διοίκηση χωρίς οργανωτική ανανέωση, χωρίς τεχνικό εξοπλισμό. Ηταν σίγουρα δύσκολη πλέον η πολιτική δουλειά για τον εκσυγχρονισμό της Ελλάδας. Ομως, δυστυχώς, καμία κυβέρνηση δεν επιχείρησε να μεταβάλει αυτό το δεδομένο. Η τριετία του Κων. Μητσοτάκη, 1990-93, κοινοβουλευτικά ασθενική, «καθαρίστηκε» γρήγορα. Ο «εκσυγχρονισμός» του Κ. Σημίτη, της περιόδου 19962004, δεν εκσυγχρόνισε διοικητικές και οικονομικές δομές, τροφοδότησε ζημιογόνες φαντασιώσεις εθνικής ισχύος και επιπλέον έβαλε μια ασθενική, υπερχρεωμένη ελληνική οικονομία σε ζώνη σκληρού νομίσματος μια απόφαση που επρόκειτο να την «αποτελειώσει».

Αλλά ούτε και η πενταετία του Κ. Καραμανλή, 2004-9, μπόρεσε να εκπληρώσει την υπόσχεση της ηγεσίας για «επανίδρυση του κράτους» -που πράγματι ήταν μια δραστικά απαραίτητη αλλαγή-κλειδί, προκειμένου να καταβληθεί μια ύστατη προσπάθεια για κάποιες βασικές «διορθώσεις» της κατάστασης.

Το μοντέλο του παρασιτικού καταναλωτισμού παρέμεινε αδιαμφισβήτητο στους κόλπους της κοινωνίας. Από εκεί και πέρα, η Ελλάδα μπήκε στο τούνελ της μεγάλης καταστροφής: Γιώργος Παπανδρέου, μηχανισμός χρηματοδότησης 2010 και αναδιάρθρωση χρέους με το PSI, δηλαδή χρεοκοπία «τελεία και παύλα», όπως σημείωνε την περασμένη εβδομάδα στα «Π» η πολύπειρη Ζέζα Ζήκου.

Σήμερα, όγδοη χρονιά ύφεσης-ανεργίας, άρνηση παραδοχής 30 χρόνων βροντώδους πολιτικής αποτυχίας ΟΛΩΝ των κυβερνήσεων, παιδαριώδεις «μνημονιακές» και «αντιμνημονιακές» απόψεις στο πολιτικό πάλκο (για ενίσχυση του μαχητικού φρονήματος των κομματικών) και μηδέν διάλογος για δομική μεταβολή του παραγωγικού μοντέλου. Οι πρωταγωνιστές της ήττας ρητορεύουν και σήμερα για την ενδεχόμενη «ανάσταση» μιας προ πολλού νεκρής οικονομίας, που φυλάσσεται πλέον στο πολιτικό νεκροτομείο, αζήτητη.

Τι δίνει την ευκαιρία για να συμβαίνουν όλα αυτά; Γιατί με τόσο ενθουσιασμό φλυαρούν για οτιδήποτε εκτός από τα αληθινά και επείγοντα οι πολιτικοί; Απάντηση υπάρχει: Την ευκαιρία παρέχει η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα. Με τη βραδυπορία, τις σπασμωδικές κινήσεις και τα λάθη της, προκαλεί μια βολική συγκέντρωση πυρών των κομμάτων της αντιπολίτευσης επάνω της.

Ετσι, οι πολιτικές δυνάμεις που ηγήθηκαν της ιστορικής εθνικής ήττας ομιλούν τώρα περίπου ως «άσχετες» με το εθνικό δράμα. Πόσο θα κρατήσει αυτό; Ναι, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει, όντως, φορτωθεί ήδη από την πλευρά του έναν μεγάλο «λογαριασμό», την ευθύνη του οποίου φέρει ακέραια. Ομως, με ποια ανάλυση, με ποια σχέδια, με ποια πνοή και με ποιο πολιτικό ηθικό θα αναλάβουν το τεράστιο φορτίο οι αστικές πολιτικές δυνάμεις, που αναμένεται να διαδεχθούν την Αριστερά στην εξουσία; Πώς θα αναστήσουν τη νεκρή;