Όπως κι αν καταμερισθούν κάποτε οι ευθύνες των εγχώριων ελίτ για την εθνική καθυστέρηση και την οικονομική χρεοκοπία της Ελλάδας, ύστερα από μια 30ετή θητεία στην Κοινότητα των Ευρωπαίων, ένα είναι αυτό που βασικά εντυπωσιάζει: Η πεισματώδης άρνηση όλων των θεσμικών φορέων, των πολιτικών κέντρων της χώρας και των οικονομικών κύκλων που τα στήριξαν για ανανέωση των δυνάμεών τους.

Η άρνηση αυτή κράτησε -και κρατάει ακόμα τη χώρα σε απόσταση από τον σύγχρονο κόσμο και δεν επέτρεψε το πέρασμά της σε μια νέα παραγωγική οργάνωση και σε αύξηση του εθνικού πλούτου, με ενίσχυση των πνευματικών της δυνάμεων και, γενικότερα, με αξιοποίηση του δημιουργικού δυναμικού της κοινωνίας. Στη διάρκεια των δεκαετιών της Μεταπολίτευσης, κάθε πρόκληση για ενίσχυση της εθνικής οντότητας της Ελλάδας στο διεθνές περιβάλλον της αντιμετωπίστηκε πριν από όλα με ανάποδες πορείες των πολιτικών ελίτ.

Οι ηγεσίες τους προτίμησαν να υπερασπιστούν τα κομματικά φέουδά τους, τις παλαιοκομματικές παραδόσεις τους, τις κοινωνικές-εκλογικές πελατείες τους.

Ο σύγχρονος ανοικτός κόσμος τις φόβισε και οι προοπτικές αλλαγών τις κατέστησε ανασφαλείς. Έτσι, μεθοδικά οι ηγεσίες κατάφεραν να εξασφαλίσουν υπέρ αυτών ορισμένα πράγματα ως εγγυητικά στοιχεία του οπισθοδρομικού οικοδομήματός τους. Πρώτα, φρόντισαν ώστε τα μεγάλα κόμματα εξουσίας να μην ανανεώνουν το πολιτικό προσωπικό τους με «εξωτικά» πρόσωπα, παρά μόνο με εκείνα που ήσαν της εμπιστοσύνης των ηγεσιών, προερχόμενα είτε από γνωστά πολιτικά «τζάκια», είτε από κομματικά διαμερίσματα, είτε από «δημοφιλή», πλην πολιτικά ακίνδυνα πρόσωπα από χώρους της τηλεοπτικής ψυχαγωγίας. Δεύτερον, φρόντισαν ώστε τα κόμματα να έχουν όλα τα τυπικά εσωτερικά χαρακτηριστικά σύγχρονων δημοκρατικών κομμάτων ευρωπαϊκού τύπου, αλλά όχι και πραγματικές δομές για την παραγωγή πολιτικών προβληματισμών και σχεδίων.

Τρίτον, περιόρισαν στο ελάχιστο τον προσφερόμενο πλούτο της Παιδείας σε όλες τις βαθμίδες της γιατί ήθελαν τη δημόσια εκπαίδευση πάντοτε υπό τον έλεγχό τους, προκειμένου να μην παράγεται από αυτή ουσιαστική μόρφωση και γνώση «ανεξέλεγκτη», αλλά προγράμματα προερχόμενα από σχήματα μοντέρνων δήθεν μεταρρυθμίσεων της δικής τους επιλογής. Τέταρτον, συστηματικά άφησαν την Ελλάδα τελευταία στην Ε.Ε. στους πόρους ενίσχυσης των νέων τεχνολογιών, της έρευνας και της καινοτομίας, δηλαδή στους τομείς που αποτελούν βασικά εργαλεία ανάπτυξης σε κάθε σύγχρονη εθνική οικονομία, ιδιαίτερα δε σε χώρες του μεγέθους της Ελλάδας.

Αυτή η άρνηση ανανέωσης του δυναμικού της χώρας έκλεισε τους παραγωγικούς ορίζοντες της ελληνικής κοινωνίας, την οποία και περιόρισε στην πνιγηρή ατμόσφαιρα μιας αναχρονιστικής «καθεστηκυίας» τάξης. Αυτή η τάξη διατήρησε και στη Μεταπολίτευση πολιτικές συμπεριφορές που, ορισμένες τους, παραπέμπουν ακόμα και σήμερα σε προ-αστικές κομματικές παραδόσεις της Ελλάδας του 19ου αιώνα. Ο εκσυγχρονισμός που πρότεινε στα αστικά στρώματα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, μέσω της οργανικής σύνδεσης της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, δεν πέρασε τελικώς.

Νίκησε ο Παπανδρεϊκός λαϊκισμός. Ετσι, παραμένει και σήμερα δυνατό το άρωμα της μικροαστικής σκόνης που σκόρπισε στην κοινωνία η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, επιβάλλοντας μάλιστα ταχέως τον μικροαστισμό του και στον κόσμο της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και στις τάξεις των «εκσυγχρονιστών», προσφάτως δε και στην Αριστερά. Για τον λόγο αυτό, καμία ελληνική πολιτική ηγεσία δεν ανανέωσε τις εθνικές δυνάμεις τη χώρας, δεν έδωσε μια νέα, δημιουργική πνοή στην ελληνική κοινωνία. Ο αναχρονισμός θριάμβευσε. Αναπόφευκτα, ολοκληρώθηκε το 2010 η ήττα μιας μείζονος εθνικής στρατηγικής επιλογής. Αυτή την ήττα βιώνει σήμερα με εξόχως οδυνηρό τρόπο η Ελλάδα.

Και, δυστυχώς, οι «ηγέτιδες» πολιτικές δυνάμεις της, ασχέτως προς τη φόρμα της ρητορικής που καθεμία αναπτύσσει δημοσίως, παραμένουν μικροαστικές, με αβαθή τον «μοντερνισμό» τους και με τις αντιλήψεις και τους στόχους τους να συντηρούν μια Ελλάδα κλειστών οριζόντων. Ορθώς, λοιπόν, σοβαροί Ελληνες και ξένοι αναλυτές εκτιμούν σήμερα ότι η ελληνική κρίση είναι πολύπλευρη και μπορεί να έχει μεγάλη χρονική διάρκεια.