ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ των ποσοστών που συγκέντρωσε η ακροδεξιά κυρία Μαρίν Λεπέν στους δύο γύρους των γαλλικών προεδρικών εκλογών ευλόγως προκάλεσε έντονες ανησυχίες στην Ευρώπη και, βεβαίως, στην Αθήνα. Η άνοδος του Εθνικού Μετώπου, σε συνδυασµό µε την πτώση της Κεντροδεξιάς και των Σοσιαλιστών, κλόνισε το πολιτικό οικοδόµηµα της δηµοκρατικής Γαλλίας.

Η υπόθεση αναλύθηκε επαρκώς στον ευρωπαϊκό πολιτικό χώρο και δόθηκε έµφαση στα οικονοµικά αίτια που έφεραν την κυρία Λεπέν να εκπροσωπεί ένα σηµαντικό ποσοστό πολιτών που έχουν θιγεί από όσα προκαλούνται σε βάρος τους από τους σκληρούς όρους της διαρκούς λιτότητας που υπαγορεύει η ευρωζώνη, αλλά και από τη ροή των µεταναστών. Οµως, η περίπτωση του κόµµατος της Μαρίν Λεπέν είναι κάτι περισσότερο από αυτά. Η εν λόγω πολιτικός δεν είναι άλλη µια Ευρωπαία εκπρόσωπος του «ευρωσκεπτικισµού», µια αντι-Ευρωπαία µε εθνικιστικές αντιλήψεις.

Ο πυρήνας του Εθνικού Μετώπου δεν είναι γενικώς «ακροδεξιός». Είναι καθαρά φασιστοειδής, ρατσιστικός στο έπακρο, ξενόφοβος και φιλικός προς τη βία και στεγάζει, πέραν άλλων «µαύρων» στοιχείων, και νοσταλγούς των Γάλλων χιτλερικών του Βισί και της πιο «άγριας» γαλλικής αποικιοκρατίας, όπως ο πατέρας Λεπέν, που την υπηρέτησε µε «ενθουσιασµό» ένστολος στην Αλγερία. Πέρα, λοιπόν, από την κοινωνική δυσαρέσκεια, που τροφοδοτεί το Εθνικό Μέτωπο µε ολοένα και περισσότερες ψήφους (στις βουλευτικές του Ιουνίου θα δούµε πόσες ακριβώς), σηµασία έχει το τι «διδάσκει» η ηγεσία του σε κάθε κοινωνικό υποκείµενο που είναι έτοιµο και πρόθυµο να «οργισθεί» εξαιτίας όσων θεωρεί ότι τον αδικούν στη σηµερινή Γαλλία. Και τα πράγµατα δείχνουν ότι η κ. Λεπέν θέλει να φτιάξει έναν «µαύρο» κοινωνικό χώρο απέναντι σε αυτόν της δηµοκρατικής γαλλικής κοινωνίας, που τώρα εµφανίζεται απογοητευµένη από τα αστικά πολιτικά κόµµατα.

Στην Ελλάδα υπάρχει το φαινόµενο της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής, που έχει καταλάβει και έδρανα στη Βουλή. Αν, όµως, στη Γαλλία ο δηµοκρατικός κόσµος δικαίως ανησυχεί µε την άνοδο του Εθνικού Μετώπου και επιχειρεί να ανατάξει τις πολιτικές δυνάµεις του, στην Αθήνα ο τρόπος αντιµετώπισης της Χ.Α. είναι πολιτικά πρωτοβάθµιος και αφελής. Βεβαίως, αποδοκιµάζονται απολύτως οι Χρυσαυγίτες από τα πολιτικά κόµµατα, αλλά, από εκεί και πέρα, αντιµετωπίζονται σαν ένα περιορισµένου µέλλοντος ακραίο, λούµπεν νεοναζιστικό µόρφωµα, που διαθέτει µια εκλογική βάση αποτελούµενη πρώτιστα από «παραπλανηµένους» δεξιούς πολίτες που ψήφισαν Χ.Α. απογοητευµένοι από τη συντηρητική Ν.∆., η οποία δεν µπόρεσε να τους «κρατήσει» στο δεξιό άκρο της. Αρα, είναι και σήµερα κατά κάποιον τρόπο «διεκδικήσιµοι» από τη Ν.∆., ακόµη και από ακραίους «λαϊκιστές» της Αριστεράς…

Τα δηµοκρατικά πολιτικά κόµµατα αρνούνται να ανησυχήσουν από το γεγονός ότι οι κοντά στις τέσσερις εκατοντάδες χιλιάδες «παραπλανηµένοι» ψήφισαν µε πλήρη συνείδηση της επιλογής τους το 2015 ένα κόµµα νεοναζιστών µε χιτλερικούς χαιρετισµούς, ξυρισµένες κεφαλές, µε «τάγµατα» ροπαλοφόρων, µε αρβύλες και στολές παραλλαγής, που επί µήνες παρήλαυναν σε γειτονιές της Αθήνας, ένα κόµµα που στεγάζει «ανώνυµους» τραµπούκους, οι οποίοι ξυλοφορτώνουν µετανάστες, νύχτα, όπου τους πετυχαίνουν, αβοήθητους, ένα κόµµα µε βουλευτές που ασχηµονούν µέσα στο Κοινοβούλιο, ένα κόµµα που περιλαµβάνει στα στελέχη του τον δολοφόνο του Παύλου Φύσσα.

«Είναι απροσχηµάτιστα ναζιστές», δήλωσε ξεκάθαρα προ ηµερών στο δικαστήριο ο καθηγητής Συνταγµατικού ∆ικαίου Ν. Αλιβιζάτος. Και οι δηµοσκοπήσεις δείχνουν ότι το ποσοστό των «παραπλανηµένων» που τους χειροκροτούν δεν λέει να πέσει – αντιθέτως, δείχνει τάση ανοδική. Αλλά, ως γνωστόν, το νωθρό εγχώριο «πολιτικό σύστηµα» δεν θέλει γενικώς να στενοχωριέται. Αρνείται, λοιπόν, να παραδεχθεί ότι σε διάφορα µικροαστικά, και µε δική του ευθύνη, εκβαρβαρισµένα κοινωνικά στρώµατα ο νεοναζισµός µπορεί να ανθεί εν Ελλάδι.