ΓΙΑ ΟΓΔΟΗ χρονιά, οι κυβερνήσεις της καταχρεωµένης Ελλάδας ταλαιπωρούνται άσχηµα, πιασµένες στα δίχτυα των «οικονοµικών προγραµµάτων» που της επιβάλλονται από τους ξένους δανειστές. Κι αυτό εξελίσσεται σε ένα περιβάλλον φαντασιώσεων για τη λυτρωτική έλευση της θεάς Ανάπτυξης (θεάς νέας, αλλά ήδη λατρεµένης από τους αθλούµενους στα οικονοµικά πολιτικούς), η οποία θα δαµάσει και το χρέος. Γνωστές οι εξελίξεις και οι διαρκώς άσχηµες ειδήσεις από τους κυβερνώντες, που µε τη σειρά τους ταλαιπωρούνται και ταπεινώνονται απ’ το Βερολίνο, προς το οποίο και επιπολαίως αυθαδίασαν προ διετίας, για να πληρώνουν ακριβό πολιτικό τίµηµα στη συνέχεια (το οικονοµικό το έχουν αναλάβει προ πολλού οι φορολογούµενοι Ελληνες). Και βεβαίως η παραγωγική κρίση της χώρας συνεχίζεται, γελοιοποιώντας τα λογιστικά των Μνηµονίων και ακυρώνοντας και τις ρητορείες της ταλαίπωρης ελληνικής πολιτικής τάξης.

Το οικονοµικό σχέδιο για την «επόµενη» Ελλάδα το εκπονεί ο ντόκτορ Σόιµπλε. Και οι κυβερνώντες καλούνται να το διαχειριστούν, µια και οι ίδιοι ούτε διέθεταν ούτε και διαθέτουν κάποιο δικό τους. Ετσι, στη χώρα κινούνται µόνο κάποιες µονάδες ιδιωτών µε παραγωγική διάθεση, χωρίς καµία προσδοκία για τη χάραξη κατευθυντήριων γραµµών από το κράτος και τους πολιτικούς-κοµµατικούς προϊσταµένους του.

Το χειρότερο για την Ελλάδα είναι ότι η οδυνηρή περιπέτειά της συµπίπτει µε τη διαµόρφωση νέων καταστάσεων και στην Ευρώπη και στο διεθνές περιβάλλον της, µε τις πολιτικές δυνάµεις της να µην είναι σήµερα έτοιµες να αντιµετωπίσουν τα σύνθετα προβλήµατα που αναφύονται γύρω της. Σε καµία παρηγορητική «σταθερά» δεν µπορεί πλέον να υπολογίσει η Αθήνα, αλλά φαίνεται πως δεν είναι και σε θέση να συµφιλιωθεί µε την ιδέα ότι οι διεθνείς εξελίξεις οδηγούν στην ανάγκη πολιτικών προσαρµογών και αναθεωρήσεων.

Γι’ αυτό και στην ελληνική σκηνή οι πολιτικοί και τα κόµµατα ακόµα οµιλούν µια «παλιά γλώσσα» και αναφέρονται σε έννοιες και όρους πολιτικής που δεν ισχύουν πλέον σήµερα ή έχουν υποστεί σηµαντικές µεταβολές. Με περιορισµένο το ενδιαφέρον των πολιτικών πυρήνων της χώρας στα της «αξιολόγησης» και στα µέτρα που τη συνοδεύουν, καθώς και στη µέτρηση των λανθασµένων κυβερνητικών χειρισµών και της ανάγκης προσφυγής στις κάλπες, χάνεται η «µεγάλη εικόνα» του εθνικού ζητήµατος. Η εσωστρέφεια δρα απαγορευτικά σε κάθε προσπάθεια αναζήτησης νέων ιδεών και σχεδίων για την ανάκτηση µιας εθνικής αυτοπεποίθησης, που θα διευκόλυνε και την επανατοποθέτηση της Ελλάδας στο διεθνές περιβάλλον της, στην Ευρώπη, στα Βαλκάνια, στη Μεσόγειο.

Σήµερα, η Ελλάδα, χώρα-µέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ΝΑΤΟ, µε σηµαντική γεωπολιτική θέση στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο καθώς και σε υποθαλάσσιους ενεργειακούς διαδρόµους, είναι υποχρεωµένη να τοποθετηθεί απέναντι σε κάποια σοβαρά νέα δεδοµένα. Και πριν απ’ όλα σε ένα: Η «ολοκλήρωση» της Ε.Ε. είναι υπόθεση νεκρή, η Γερµανία έχει ακυρώσει τη λειτουργία των κοινοτικών θεσµικών οργάνων της Ενωσης και η Ευρώπη είναι χωρισµένη σε βορρά και νότο. Και επιπλέον, το Βερολίνο όχι µόνο βρίσκεται σε «κόντρα» µε τις Ηνωµένες Πολιτείες, αλλά και έχει αρχίσει να αναπτύσσει ιδέες για έναν ευρωπαϊκό στρατό «δίπλα» στον οργανισµό του ΝΑΤΟ. Ολα τούτα, δε, συµβαίνουν µε έναν νέο, Ρεπουµπλικανό πρόεδρο, τον κ. Τραµπ, να έχει τις δικές του «νέες ιδέες» για τις µεγάλες υποθέσεις του πλανήτη.

Στην Αθήνα µας, µπορεί να ακούγεται µε αιτιολογηµένο ενδιαφέρον ο λόγος του κ. Γιούνκερ, που ζητά από την «Ενωµένη Ευρώπη» σήµερα «να στηριχθεί στις ιδρυτικές αρχές της» για να αναζητήσει ένα «σύγχρονο όραµα», µε «προσαρµογή των πολιτών στη σύγχρονη πραγµατικότητα», αλλά δυστυχώς είναι σαφές ότι µε τα λόγια αυτά επισφραγίζεται µε κοµψό τρόπο η ακύρωση των ιδρυτικών αρχών της, δεδοµένου ότι η Ευρώπη δεν είναι πλέον «ενωµένη», η γαλλική σχολή των ευρωπαϊκών οραµάτων έχει βάλει «λουκέτο» και τη «σύγχρονη πραγµατικότητα» την ορίζει στην Ε.Ε. η Γερµανία. ∆ύσκολη η αξιολόγηση αυτού του βάρους από τις εσωστρεφείς πολιτικές «ελίτ» στην Αθήνα.