Η Τουρκία, με συμπεριφορά νταή μαχαιροβγάλτη, προκαλεί την Ελλάδα να «αναμετρηθεί» μαζί της, δοκιμάζοντας τις αντοχές της Αθήνας στην πίεση που δέχεται από τον ισλαμιστή Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος εκπροσωπεί πλέον τον πιο ακραίο εθνικισμό όλων των παρατάξεων της χώρας του.

Νεο-οθωμανοί ισλαμιστές, Αδελφοί Μουσουλμάνοι, κεμαλιστές και Γκρίζοι Λύκοι σε μια ενιαία επιθετική γραμμή, που αγγίζει έως και την υστερία, απειλούν και υβρίζουν την Ελλάδα, υπολογίζοντας, προφανώς, ότι η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας, γνωστή διεθνώς από δεκαετίες για την «ψυχραιμία» της στα ελληνοτουρκικά ζητήματα, δεν πρόκειται να «ανταποδώσει» δυναμικά τις προσβολές.

Και πράγματι, για όποιον μελετά και παρακολουθεί χωρίς διακοπές τις εξελίξεις στις ελληνοτουρκικές υποθέσεις, γίνεται αντιληπτό ότι η κλιμάκωση των εντάσεων που προκαλεί η Τουρκία απέναντι στην Ελλάδα βρίσκεται πάντοτε σε άμεση χρονική σχέση με τις μη αντιδράσεις και τις πολιτικές «κατευνασμού» των Αθηνών από τη δεκαετία του ’50 έως σήμερα.

Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, η οποία παρέλαβε τις αθλιότητες της συμμορίας των αξιωματικών της Χούντας σε Κύπρο και ελληνοτουρκικά, όχι μόνο επικράτησαν στην εξωτερική πολιτική λογικές κατευνασμού της επιθετικής Τουρκίας, αλλά διατυπώθηκαν και πρωτοβάθμιες αναλύσεις των πολιτικών ελίτ για την αιτιολόγηση της τουρκικής επιθετικότητας.

Στόχος τους, η δικαιολόγηση της ανάγκης για διαχρονική επίδειξη «ψυχραιμίας και σύνεσης» από την Αθήνα.

Ετσι, όποτε η Αγκυρα εκδήλωνε επιθετικές προθέσεις, οι εν λόγω κύκλοι προσπαθούσαν να υποβαθμίσουν τις κινήσεις της Τουρκίας, διαδίδοντας στη δημόσια σκηνή και στα μέσα ενημέρωσης ότι η Αγκυρα απλώς «απειλούσε» για να «εκβιάσει» καταστάσεις ή ότι ενεργούσε για λόγους «εσωτερικών» πολιτικών και οικονομικών αναγκών της ηγεσίας της ή για «εκτόνωση» πιέσεων που δεχόταν σε άλλα μέτωπα, όπως το Κουρδικό.

Η στρατηγικά αβαθής όσο και βολική θεωρία του «κατευνασμού», που υιοθέτησαν όλες οι ελληνικές ηγεσίες, υποτίθεται ως φορείς ευρωπαϊκής πολιτικής κουλτούρας, οδήγησε σε σειρά σοβαρών διπλωματικών υποχωρήσεων, που πλούτισαν το πολιτικό και το νομικό οπλοστάσιο της Αγκυρας στο Αιγαίο, στη Θράκη και στην Κύπρο.

Οι κυβερνήσεις της Τουρκίας άσκησαν συστηματικά και χωρίς παρεκκλίσεις πολιτικές βασισμένες σε στρατηγικές με μακροπρόθεσμους στόχους, στο Αιγαίο, στην Κύπρο στη Θράκη. Και τούτο, άσχετα από την καλή ή κακή οικονομική κατάσταση της χώρας τους, άσχετα από εσωτερικές πολιτικές κρίσεις, από τη στρατιωτική δικτατορία του Εβρέν, από τις διαμάχες κεμαλικών ισλαμιστών, από το Κουρδικό ή από τις σχέσεις της Αγκυρας με την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ και άσχετα με κυβερνητικές αλλαγές στην Ελλάδα.

Ομως, το ελληνικό «κουσούρι» παραμένει ζωντανό και σήμερα: Είναι -λένε οι ίδιοι κύκλοι τώραοι μεγάλες δυσκολίες που συναντά η Τουρκία στον πόλεμο της Συρίας η αιτία που σήμερα οξύνει τόσο την τουρκική επιθετικότητα εναντίον της Ελλάδας. Είναι κίνηση «αντιπερισπασμού» από την πλευρά του Ερντογάν ο προς δυσμάς προβαλλόμενος εθνικισμός του.

Λες και χωρίς «Συρία» η Τουρκία δεν θα επέμενε στο casus belli κατά της Ελλάδας, λες και οι «γκρίζες ζώνες» θεμελίωσαν τουρκική στρατηγική στο Αιγαίο επί «Συρίας» ή λόγω Κουρδικού, λες και οι εξελίξεις στην Εγγύς Ανατολή είναι που γέννησαν τις επεκτατικές πολιτικές που ακολουθεί με συνέπεια η Τουρκία από 1974 σε βάρος της χώρας μας. Ψυχραιμία και σύνεση, βεβαίως, τώρα, έτσι που γύρισαν τα πράγματα για την Ελλάδα, με τον «τρελό ντερβίση» να χορεύει ανεξέλεγκτος δίπλα μας.

Αλλά, ας μην ανοηταίνουμε, αρνούμενοι την πραγματικότητα, που έχει διαμορφωθεί και από ελληνικά λάθη και από την αδράνεια των ηγεσιών μας, που μετέτρεψαν τη νωθρότητά τους σε πολιτικές «κατευνασμού».

Δεν είναι η «Συρία» που έχει φέρει την Ελλάδα και την Τουρκία στα πρόθυρα πολεμικής σύρραξης.