Στην πολιτική ποτέ δεν σημειώνονται εξελίξεις που να δίνουν το δικαίωμα στις πολιτικές ηγεσίες και στα στηρίγματά τους στη δημόσια σκηνή να ομιλούν για «εκπλήξεις». Οτιδήποτε συμβαίνει στη διεθνή πολιτική, έστω με τη μορφή «ραγδαίων εξελίξεων», έχει τις αιτίες του. Και μάλιστα κάθε σοβαρή εξέλιξη πάντοτε στέλνει προηγουμένως με διάφορους τρόπους «τηλεγραφικές» προειδοποιήσεις, που κάθε καλός πολιτικός οφείλει να αντιλαμβάνεται εγκαίρως και να τις ερμηνεύει. Η ελληνική εξωτερική πολιτική πάσχει, δυστυχώς, από μια χρόνια ασθένεια, που δεν επιτρέπει στη διπλωματική όρασή της να διακρίνει με την πρέπουσα καθαρότητα τα πράγματα, παρόντα και επερχόμενα.

Σήμερα, με την Ελλάδα απειλούμενη άμεσα να καταστεί γεωπολιτικός δορυφόρος της Τουρκίας, η κυβέρνηση οχυρώνεται πίσω από τη σύσταση που κάνει στον εαυτό της για «σύνεση και ψυχραιμία». Και δείχνει να περιμένει να περάσει η «μπόρα» με το βλέμμα στραμμένο στον άξονα ΗΠΑ-ΝΑΤΟ, ως εργαλείο «διαμεσολάβησης», αν τα πράγματα «ξεφύγουν» προσεχώς.

Για μία ακόμα φορά, η Αθήνα επαναλαμβάνει απλώς τον εαυτό της με συλλογισμούς περασμένων δεκαετιών. Αυτό συμβαίνει επειδή α) επί σειρά ετών, αλλά και ειδικότερα όλο το 2017, η ελληνική ηγεσία αγνόησε ή κακά εκτίμησε τις πολλές -και «έντιμες», θα λέγαμε- προειδοποιήσεις της Τουρκίας για τις επόμενες κινήσεις της στο Αιγαίο και στην Αν. Μεσόγειο, και β) η Αθήνα αντιμετωπίζει την Άγκυρα και το Κυπριακό με πεπαλαιωμένες πρακτικές, που δεν αντέχουν στις σκληρές μάχες των καιρών μας. Ο τρόπος δουλειάς της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ουδέποτε ανανεώθηκε. Οι μεγάλων διαστάσεων γεωπολιτικές μεταβολές μετά την Πτώση του Τείχους, αρχές του ’90, σημάδεψαν έντονα και τη δική μας ευρύτερη περιοχή, αλλά βρήκαν την ελληνική ηγεσία να συγγράφει την «υπόθεση Κοσκωτά». Από τότε παράγονται εξελίξεις που δεν δικαιολογούν καμία «έκπληξη». Όμως, η Αθήνα έμεινε να υπερασπίζεται τις μεγάλες εξωτερικές υποθέσεις στη βάση στοιχείων που είτε δεν υφίστανται σήμερα είτε έχουν σοβαρά μεταβληθεί.

Στα ελληνοτουρκικά, η Αθήνα κινείται με επιχειρήματα της δεκαετίας του ’80, ενώ από τα χρόνια του Τουργκούτ Οζάλ και των κεμαλιστών πολιτικών ηγετών έως και επί των ημερών του τουρκικού ισλαμισμού του Ερντογάν, η Άγκυρα σημειώνει τακτικές νίκες, παράγει διαρκώς νέες πολιτικές και ανανεώνει στρατηγικούς στόχους της. (Αν Έλληνες κυβερνώντες διάβαζαν, όταν έπρεπε, το επίμετρο «Γεωπολιτικές και στρατηγικές παράμετροι ενός ελληνοτουρκικού πολέμου» στην ελληνική έκδοση (1998, Θεμέλιο) του έργου «Θεωρία του Πολέμου» του μεγάλου Π. Κονδύλη, πολλά και πολύ χρήσιμα θα είχαν να μάθουν). Το πού θα οδηγηθεί, τελικώς, η Τουρκία με τις εν πολλοίς τυχοδιωκτικές και μεγαλομανείς πολιτικές του «τρελαμένου» ισλαμιστή Τούρκου προέδρου, θα διαπιστωθεί αργότερα.

Σημασία έχει, όμως, ότι η Αθήνα ποτέ δεν μπήκε στον κόπο να «διαβάσει» με προσοχή τον επιθετικό γείτονα. Έτσι, είναι η δραστήρια Τουρκία που συνεχώς φτιάχνει την «ατζέντα» των ελληνοτουρκικών σχέσεων ως «leading lady», με την Ελλάδα να πασχίζει να διακριθεί υποβαθμισμένη σε ρόλο Ευρωπαίας «best friend» της πρωταγωνίστριας Άγκυρας (για να δανειστούμε κάτι από τη χολιγουντιανή σεναριογραφία…). Η Άγκυρα αξιοποιεί συστηματικά οτιδήποτε νέο παράγεται διεθνώς στη ροή του χρόνου και διαρκώς ανανεώνει τις «τεχνικές» της, απέναντι σε μία διαρκώς ανήσυχη, πλην άνευρη Αθήνα. Στον δικό της «κόσμο», η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας διάβασε πρόχειρα την υπόθεση των ευρω-τουρκικών σχέσεων, ακολούθησε άνευρες όσο και βολικές πολιτικές «κατευνασμού» της γείτονος, δεν εκπόνησε νέα στρατηγική, δεν ανέπτυξε τη στρατιωτική τεχνολογία της, δεν κατάλαβε ότι η Τουρκία έχει προ πολλού πάρει διαζύγιο από το διεθνές δίκαιο και το «ευρωπαϊκό κεκτημένο». Η Τουρκία ξεδίπλωσε όλες τις πολιτικές της με συνέπεια και χωρίς «μυστικά». Και τώρα, οι αδιόρθωτοι πολιτικοί προχειρολόγοι των Αθηνών ασφυκτιούν.