Συζήτηση σοβαρή στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας για καίριες υποθέσεις εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας είναι «είδος πολυτελείας» και πάντως δυσεύρετο. Μόνον κατόπιν εορτής, αφού αποφάσεις έχουν ήδη ληφθεί από την κυβέρνηση ή τρίτοι παράγοντες προκαλούν εξελίξεις, αρχίζει θορυβώδης κριτική στη σκηνή και στήνονται καυγάδες προσώπων και κομμάτων για τέτοια ζητήματα. Σήμερα, μια τέτοια υπόθεση είναι αυτή που αφορά τη συνέχεια της Συμφωνίας των Πρεσπών, η οποία εκ των πραγμάτων συνδέεται με σχεδιαζόμενες αλλαγές, έως και κουβέντες για μετατοπίσεις συνόρων, στα Δυτικά Βαλκάνια. Και συμβαίνει η υπόθεση αυτή να αφορά άμεσα το περιβόητο ζήτημα της δημιουργίας της «Μεγάλης Αλβανίας», το οποίο συνδέεται με το παρόν και το μέλλον του Κοσόβου και προκαλεί δικαιολογημένη ταραχή και νευρικότητα στη Σερβία, καθώς και στα Σκόπια.

Η ελληνική διπλωματία δεν μπορεί να περιμένει πρώτα τις εξελίξεις για να κάνει τους λογαριασμούς της μετά την παραγωγή αποτελεσμάτων. Οφείλει από τώρα να τοποθετηθεί σε αυτή τη σκακιέρα, στην οποία φαίνεται να θέλουν να παίξουν παρτίδες με Βαλκάνιους συμπαίκτες οι Γερμανοί, με κάλυμμα τη ΝΑΤΟϊκή στρατηγική των ΗΠΑ. Ηδη υπάρχει κλίμα αβεβαιότητας και εντάσεων στα Δυτικά Βαλκάνια, τα οποία υποτίθεται ότι άπαντες, Ευρωπαίοι, Ουάσινγκτον και ΝΑΤΟ, επιθυμούν διακαώς να είναι «σταθερότερα» - γι’ αυτό, άλλωστε, στη βάση αυτού του επιχειρήματος, ασκήθηκαν τους τελευταίους μήνες τόσες πιέσεις από τον «διεθνή παράγοντα», για να οδηγηθούν Αθήνα και Σκόπια στη Συμφωνία των Πρεσπών με προοπτική την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ.

Η Αθήνα έχει κάθε δικαίωμα να ζητήσει σήμερα πλήρη ενημέρωση από το Βερολίνο για τα προβαλλόμενα στον διεθνή Τύπο περί σχεδίων «αλλαγών» στην περιοχή, αλλά και για δηλώσεις, όπως αυτή που έκανε προ καιρού ο Αμερικανός πρέσβης στο Κόσοβο, λέγοντας ότι «δεν θα ήταν κακή ιδέα» η διχοτόμηση της περιοχής. Σε όποια συζήτηση γίνεται σήμερα για «αλλαγές» στον χάρτη των Δ. Βαλκανίων από το Βερολίνο δεν είναι νοητό να μη μετέχει η Ελλάδα με δικές της απόψεις. Αυτή την ώρα δεν ανιχνεύεται καμία τέτοια ελληνική συμμετοχή. Με αυθαίρετο τρόπο, η κ. Μέρκελ, δήθεν ως εκπρόσωπος των εταίρων της, της «Ευρώπης», διαχειρίζεται τις βαλκανικές φιλοδοξίες της. Ομως, κάθε «αλλαγή» θα συντελεσθεί κοντά στα σύνορα της χώρας μας.

«Θα πληρώσουν το μάρμαρο»

Τι «τρέχει», λοιπόν, στα Δυτικά Βαλκάνια; Αν γίνουν τελικώς οι αλλαγές που τώρα συζητούνται στο ημίφως διπλωματικών παρασκηνίων, ποιοι θα «πληρώσουν το μάρμαρο» και πόσες ζωές θα χαθούν άραγε στα εδάφη των «αλλαγών» που έχουν κατά νουν οι «αρχιτέκτονες» της Δύσης; Και τι θα γίνει η προσφιλής βαλκανική «σταθερότητα»; Θα «εμπεδωθεί» με διπλωματικά τεχνάσματα ή θα αφήσει πάλι πίσω της «μαύρες τρύπες» η εν λόγω πολιτική επιχείρηση; Σε ευρωπαϊκούς διπλωματικούς διαδρόμους, διόλου σκοτεινούς, τίθεται σήμερα το ερώτημα: Εκτιμά, άραγε, η Ουάσινγκτον ότι η συμμετοχή της σε «εξελίξεις» στη γραμμή Αλβανίας-Κοσόβου-Σερβίας, θα της αποφέρει σίγουρα στρατηγικά κέρδη; Θα εναρμονισθεί τελικώς η στρατηγική των ΗΠΑ στα Βαλκάνια με τη «γερμανική ροπή προς τη σαγήνη της ισχύος», όπως έγραφε ο μακαρίτης Χέλμουτ Σμιτ; Ή, στην πορεία των εξελίξεων, η Ουάσινγκτον θα καθορίσει τις κινήσεις της στη βάση των διόλου καλών, σήμερα, σχέσεών της με το Βερολίνο;

Ο «ζωτικός χώρος», που επίμονα αναζητεί στα Δυτικά Βαλκάνια το Βερολίνο, είναι μια υπόθεση αναζήτησης «σταθερότητας» στην πολύπαθη αυτή περιοχή ή απαρχή νέων συγκρούσεων; Ο πολιτικός χρόνος σύντομα θα πιέζει την Αθήνα σε αυτή την υπόθεση, δεδομένου ότι από το τέλος του Σεπτεμβρίου θα μπει σε εξαιρετικά κρίσιμη φάση η προσπάθεια της ηγεσίας των Σκοπίων για υλοποίηση των συμφωνηθέντων στις Πρέσπες. Και εννοείται ότι, αν ο κ. Ζάεφ ηττηθεί στη χώρα του από τους αρνητές των «Πρεσπών», τότε ισχυροί άνεμοι «αλλαγών» θα πνεύσουν κοντά στα σύνορά μας. Διότι τα περί «Μεγάλης Αλβανίας» συνιστούν ένα «χοντρό παιχνίδι» στα Βαλκάνια, που προκαλεί πολλές και έντονες ανησυχίες, δεδομένων και των χαμηλής πολιτικής ποιότητας «ηγετών» της περιοχής Αλβανίας - Κοσόβου, αλλά και των «ένοπλων συμμοριών» που δρουν στον άξονα αυτόν μέχρι τη Νότια Σερβία.

Αν, λοιπόν, «στραβώσει» τελικά η Συμφωνία των Πρεσπών το φθινόπωρο, τότε η ελληνική διπλωματία θα βρεθεί μπροστά σε δύσκολα πολιτικά «σταυρόλεξα», τα οποία θα απαιτήσουν επιδέξια διαχείριση, σύνεση και όχι βεβαίως συμπεριφορές «κότας» ή «πάπιας». Πρώτιστα σύνεση εδώ. Διά τούτο, καλό θα ήταν να στοχαστούν οι κεφαλές της ελληνικής διπλωματίας επάνω στα λόγια του Εκκλησιαστή (κεφ. ζ’, 9), που μας λέει: «Μη σπεύδε εν τω πνεύματί σου να θυμόνης, διότι ο θυμός αναπαύεται εν τω κόλπω των αφρόνων».