Kαθώς τελειώνουν οι μήνες του 2018, στην πολιτική σκηνή τα πράγματα δεν φαίνεται να υπόσχονται την επερχόμενη χρονιά κάτι το πολιτικά σταθερό και δημιουργικό. Το διχαστικό κλίμα καλά κρατεί και οι πολιτικοί εγωισμοί υπερισχύουν της ανάγκης για προσέγγιση των τεράστιων εσωτερικών προβλημάτων με καθαρό μυαλό. Είναι, όμως, αξιοσημείωτο ότι τα πολιτικά πάθη στη σκηνή είναι οξυμμένα και οι συγκρούσεις ΣΥΡΙΖΑ – Ν.Δ. «μετωπικές», παρά το εντυπωσιακό γεγονός ότι για πρώτη φορά από τη Μεταπολίτευση του 1974 τυγχάνει να έχουν, κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση, τις ίδιες πολιτικές θέσεις σε όλες τις μείζονες εθνικές επιλογές.

Σήμερα, έτος 2018, ο αστικός πολιτικός χώρος της Κεντροδεξιάς και μια κυβερνώσα Αριστερά, στενή φίλη της Ουάσινγκτον πλέον, συμφωνούν ότι η Ελλάδα πρέπει να πορεύεται εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της ευρωζώνης σε περιβάλλον Μάαστριχτ, ότι χρειάζεται να ενθαρρυνθούν με κάθε δυνατό τρόπο ξένες επενδύσεις, ιδιαίτερα από τις ΗΠΑ, ότι η χώρα αδιαμφισβήτητα «ανήκει» γεωστρατηγικά στην ευρωατλαντική Δύση και στο σύστημα αμυντικής ασφάλειάς της, το ΝΑΤΟ, ότι ζητούνται «σταθερότητα» στα Βαλκάνια υπό ΝΑΤΟϊκή κάλυψη, βελτίωση σχέσεων με την Τουρκία, διάλογος για λύση του Κυπριακού, εμβάθυνση των στρατιωτικών σχέσεων Ελλάδας - ΗΠΑ και ενίσχυση της συνεργασίας με το Ισραήλ και την Αίγυπτο.

Για την εντυπωσιακή αυτή συμφωνία, ρόλο εξόχως σημαντικό έπαιξε το γεγονός ότι η Αριστερά ανεμίζει μεν κόκκινο λάβαρο, αλλά από το φθινόπωρο του 2015 έπαψε να είναι αριστερή, έγινε καλή φίλη του Βερολίνου, συγκινημένη μάλιστα με την «απαράμιλλη γερμανική λογική», και άνοιξε την αγκαλιά της στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ουσιαστικά, ήρθε και κάθισε χαμογελαστή επάνω στις γραμμές της «γαλάζιας» Κεντροδεξιάς, την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ επί έτη οίκτιρε για τις καλές σχέσεις της με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ και με την «go back, κυρία Μέρκελ». Λαμπερός δυτικόφιλος, λοιπόν, και υπόδειγμα ρεαλιστή πολιτικού, με «ψυχρό αίμα» ο κ. Αλέξης Τσίπρας σήμερα. Παρ’ όλα αυτά, στο εσωτερικό μέτωπο, η μεγάλη εικόνα των βασικών εθνικών επιλογών δεν εμποδίζει τη διεξαγωγή μικρών πολέμων μεταξύ κατόχων και διεκδικητών της κυβερνητικής εξουσίας. Πεδία για συγκρούσεις, με αιτίες αληθινές ή τεχνητές, προσφέρονται πολλά στα δύο στρατόπεδα.

Και εδώ, πάλι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ πρωτοτυπεί και ερεθίζει τη συντηρητική αξιωματική αντιπολίτευση: έχοντας εξασφαλίσει την καλή γνώμη του «ξένου παράγοντα», έχοντας υπογράψει άπαντα τα «προαπαιτούμενα» για τερματισμό των «μνημονιακών» οικονομικών προγραμμάτων, ο ευέλικτος κ. Τσίπρας θριαμβολογεί για την «έξοδο» από αυτά και παρακάμπτει το γεγονός ότι η διεθνής οικονομική επιτήρηση της Ελλάδας παραμένει στενή και αυστηρότατη, ότι η παραγωγική βάση της χώρας είναι αδύναμη, ότι ο εκσυγχρονισμός του κράτους παραμένει ζητούμενο, ότι η δημόσια εκπαίδευση ασθενεί βαρέως, ότι η διάκριση των εξουσιών δεν είναι πλέον ευδιάκριτη. Και απευθυνόμενος σε μια εξουθενωμένη και ανασφαλή κοινωνία, που μετά κόπου στέκει στα πόδια της, υπόσχεται στους φτωχοποιημένους πολίτες μικροποσά με «αναδρομικά» και επιδόματα, ως πλαίσιο αριστερής κοινωνικής πολιτικής για «καλύτερες μέρες».

Ολα τούτα αποτελούν βεβαίως «αιτία πολέμου» για τη νευρική αξιωματική αντιπολίτευση. Και αναπόφευκτα η πολιτική σκηνή παίρνει φωτιά. Από κοντά, προκαλεί εντάσεις και ο προκλητικός «ρεαλισμός» του κ. Τσίπρα στην υπόθεση των Σκοπίων. Με αποτέλεσμα η σταθερά ευρωατλαντική Ελλάδα των μεγάλων συμπλεύσεων και συμμαχιών με τη Δύση να διαθέτει μια πυρακτωμένη πολιτική σκηνή στο εσωτερικό. Ετσι, και η στοιχειώδης, έστω, συνεννόηση μεταξύ πολιτικών δυνάμεων φαντάζει αδύνατη σήμερα, κι ας παραμένει δραματική και αγωνιώδης η κατάσταση που έχει προκαλέσει στη χώρα η τρομερή κρίση, η οποία ξέσπασε πριν από οκτώ χρόνια. Και καθώς περνά ο καιρός, στοιχίζει ολοένα και πιο ακριβά η λειτουργία του ελληνικού πολιτικού «φρενοκομείου».