Η οικονομική κρίση που επισήμως ανακοινώθηκε από την πολιτική ηγεσία τον Απρίλιο 2010 με την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου οδήγησε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα σε έναν βίαιο μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας.

Αιφνιδίως, τα πάντα άλλαξαν στη χώρα. Το σοκ παρήγαγε τα πρώτα ισχυρά δείγματα των μεταβολών στις σχέσεις πολιτών και κομματικών σχηματισμών με τα δύο εκλογικά αποτελέσματα του 2012 και στη συνέχεια έφερε τη μείζονα ανατροπή το 2015:

Για πρώτη φορά ύστερα από 40 χρόνια Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, οι εκλογές έφεραν στην κυβέρνηση ένα κόμμα που δεν ανήκε στον αστικό πολιτικό χώρο εξουσίας, τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο δικομματισμός της Μεταπολίτευσης υπέστη μια μεγάλη ήττα, που έμελλε να αλλάξει πολλά στην πολιτική σκηνή της χώρας.

Αναπόφευκτες από τότε οι αλλαγές και οι μεταμορφώσεις στους χώρους των κομμάτων, με μία κοινωνία κουρασμένη και άπιστη απέναντι σε πολιτικές δυνάμεις που κάποτε εμπιστεύθηκε, για να οδηγηθεί στη συνέχεια στην πιο βαθιά απογοήτευση. Ετσι, η Ριζοσπαστική Αριστερά με τον καιρό έπαψε να είναι Αριστερά, υπηρετώντας όλα τα κεκτημένα του συστήματος της ευρωζώνης, το ΠΑΣΟΚ και η όλη «σοσιαλδημοκρατική» Κεντροαριστερά συρρικνώθηκαν εντυπωσιακά περνώντας μέσα από τους «μνημονιακούς» βάλτους, χάνοντας πλέον τον ρόλο του μάγου διανομέα εισοδημάτων από μη παραγόμενο πλούτο.

Ο «σοσιαλισμός» τους γελοιοποιήθηκε. Δίπλα σε αυτά, η συντηρητική παράταξη της Νέας Δημοκρατίας έχασε σημαντικές δυνάμεις και κοινωνική επιρροή, κτυπημένη από τους σφοδρούς «μνημονιακούς» ανέμους, αλλά απέφυγε την καταστροφή. Παρά τα σοβαρά εκλογικά τραύματά της, κράτησε όρθια την οικοδομή της, περνώντας όμως σε μια κατάσταση υπαρξιακής σύγχυσης, που τη δυσκολεύει να βρει ένα καθαρό πολιτικό πρόσωπο στο σημερινό ασταθές πολιτικό σκηνικό.

Σήμερα πλέον, σε κλίμα πολιτικοϊδεολογικής σύγχυσης, η αποχρωματισμένη Ριζοσπαστική Αριστερά αναζητά ράφτη για ένα κοστούμι «Ευρωπαίου σοσιαλδημοκράτη», η εξουθενωμένη γηραιά Κεντροαριστερά διεκδικεί την ίδια ενδυμασία, προβάλλοντας κληρονομικά δικαιώματά της σε αυτό το ρούχο, και η Νέα Δημοκρατία προσπαθεί να συνδυάσει στοιχεία σκληρής «παραδοσιακής» Δεξιάς με μοντέρνα «μεταρρυθμιστική» Κεντροδεξιά και με διεύρυνσή της προς την καταπονημένη Κεντροαριστερά. Ολα τούτα επιχειρούνται στην πράξη με μετακινήσεις προσώπων από τον έναν χώρο στον άλλον - κάτι που δημιουργεί και διάφορα «χάπενινγκ» στην πολιτική σκηνή.

Φυσικό είναι να συμβαίνουν αυτά, δεδομένου ότι η έκταση της εθνικής κρίσης ανάγκασε τα κόμματα να προσπαθούν, χωρίς να αρνηθούν το παρελθόν τους, να γίνουν και κάτι άλλο, χωρίς όμως και να μπορούν να προσδιορίσουν ακριβώς το «άλλο».

Η σύγχυση είναι αιτιολογημένη, αλλά είναι και δύσκολο για τα κόμματα να δικαιολογούν τις αποφάσεις τους, κι έτσι η νευρικότητα των ηγεσιών τους μεγαλώνει, καθώς μάλιστα ο προεκλογικός χρόνος «πιέζει» επειδή είναι ασαφής. Βεβαίως, η βιασύνη είναι κακός σύμβουλος για κάθε ηγεσία, γι’ αυτό και τελευταία αυξάνονται τα «περίεργα» στον τομέα των… μεταγραφών.

Οι αλλαγές και οι μεταμορφώσεις φτιάχνουν εικόνες και εντυπώσεις, με στόχους «επικοινωνιακούς και διαφημιστικούς για πολιτικά προϊόντα, που άλλα έχουν ήδη απογοητεύσει τους πολίτες-καταναλωτές πολιτικής και άλλα είναι κατ’ ουσίαν «ληγμένα».

Οι μεγάλες δυσκολίες όλων έγκεινται στο ότι η εθνική κατάσταση παραμένει σκοτεινή, με την κοινωνία εξαιρετικά πιεσμένη, με την οικονομία πάντα στο «κόκκινο» κάτω από τον αυστηρό «μετα-μνημονιακό» έλεγχο των δανειστών.

Η παραγωγική κρίση παραμένει οξύτατη. Και οι κάτοχοι και οι διεκδικητές της εξουσίας κάτω από τον ίδιο ουρανό κινούνται, πράγμα που δυσκολεύει πάρα πολύ την πειστικότητα των λόγων τους, των «ανοιγμάτων» και των «μεταγραφών», που αποφασίζουν οι ηγεσίες τους. Ετσι ασταθές και αδύναμο που είναι το πολιτικό σκηνικό, δεν επιτρέπει στις ηγεσίες να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των καιρών που διαρκώς αυξάνονται, μεγεθύνοντας δραματικά τα προβλήματα της Ελλάδας.