Η Αθήνα έπειτα από έναν δύσκολο διπλωματικό τοκετό υπέγραψε τη Συμφωνία των Πρεσπών. Και η πολιτική ηγεσία δηλώνει πως προσβλέπει σε βαλκανική «σταθερότητα» υιοθετώντας τις ευρωατλαντικές εκτιμήσεις για το μέλλον των Δυτικών Βαλκανίων. Η απόφαση της κυβέρνησης Τσίπρα να «κλείσει» την υπόθεση βρήκε απέναντί της πολιτικούς και πολίτες, οι οποίοι επί τρεις περίπου δεκαετίες έως και σήμερα τοποθετήθηκαν με απόλυτα αρνητικό τρόπο στη συμπερίληψη της λέξης «Μακεδονία» στο όνομα της γειτονικής Δημοκρατίας. Κι αυτό με την πεποίθηση ότι ο «μακεδονισμός» των Σκοπίων αποτελεί, στην προοπτική του χρόνου, μια μείζονα βαλκανική «ανωμαλία», εθνική απειλή για τα ελληνικά μακεδονικά εδάφη και το θαλάσσιο μέτωπό τους στο Αιγαίο.

Σίγουρα, το «μακεδονικό» ιδεολόγημα των γειτόνων και τα αλυτρωτικά του χρώματα, με ρίζες από την κομμουνιστική Τρίτη Διεθνή και από τον Τίτο στη μεταπολεμική δεκαετία του ’40, βρήκαν ανταπόκριση από τους εθνικιστές των Σκοπίων. Πράγματι, από το 1991 οι γείτονες θέλησαν να αποκτήσουν ιστορικό πρόσωπο, με κλοπές και δάνεια από την ελληνική Ιστορία των χρόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, με αποτέλεσμα τον ερεθισμό της ελληνικής κοινής γνώμης και την έντονη δυσφορία των πολιτικών δυνάμεων την Αθήνα. Παρ’ ότι, λοιπόν, μικρή και αδύναμη και με ευάλωτη εσωτερική συνοχή, η γειτονική Δημοκρατία ενόχλησε τόσο πολύ την ελληνική πλευρά με τα «μακεδονικά» καμώματα και την προκλητική αναίδειά της, ώστε να καταταγεί στους «εχθρούς» της χώρας μας. Κι αυτό έφραζε τους δρόμους για μια λύση του «Μακεδονικού».

Σήμερα, μετά τις Πρέσπες και το άνοιγμα των θυρών του ΝΑΤΟ στη «Βόρεια Μακεδονία», υποτίθεται ότι η «μαύρη τρύπα» της ΠΓΔΜ έκλεισε και ότι ο χθεσινός εχθρός προσφέρεται για φιλία και συνεργασίες. Τι ακριβώς «έκλεισε», όμως, και υπέρ ποίου; Η Αθήνα μπορεί να ελπίζει στο εξής σε δυτικοβαλκανική «σταθερότητα» κάτω από ευρωατλαντική ομπρέλα, που θα καλύψει ελληνικά γεωπολιτικά συμφέροντα; Οι επερχόμενες γερμανικές «δουλειές» στις οικονομικά αδύναμες χώρες και η ενισχυμένη στρατηγική γραμμή των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ έναντι της Ρωσίας πρόκειται να απαλλάξουν την Ελλάδα από τα βαλκανικά προβλήματά της; Και ποια θα είναι η κατάληξη της νέας (βλ. δεύτερης) βαλκανικής «αρχιτεκτονικής», που σχεδιάζουν οι ισχυροί της Δύσης;

Το τελευταίο ερώτημα τίθεται από διπλωματικούς κύκλους της Αθήνας, που θυμίζουν ότι η γεωπολιτική της Δύσης στα Βαλκάνια μετά την πτώση των κουμμουνιστικών καθεστώτων έχει συσσωρεύσει οικτρές αποτυχίες, με «λύσεις» που προκάλεσαν συγκρούσεις και στοίχισαν μερικές εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς. Σήμερα υπάρχουν ακόμα σε εξέλιξη ανοικτές υποθέσεις στη γραμμή Σερβίας-Κοσόβου-Αλβανίας, που μπορεί να προκαλέσουν αναφλέξεις, οι οποίες δεν είναι δυνατόν να αφήσουν αδιάφορη την Αθήνα. Οι διπλωματικές υπηρεσίες εκτιμούν ότι το βάρος της πολιτικής της πρέπει να πέσει στη συστηματική «παρακολούθηση» των κινήσεων της Αλβανίας, με δεδομένη την αυξημένη «επιρροή» της Τουρκίας στα Τίρανα και τις «σχέσεις» της με μουσουλμανικές κοινότητες παντού στα Δυτικά Βαλκάνια και βεβαίως και στη Δ. Θράκη.

Οι κύκλοι αυτοί πάντοτε υποστήριζαν ότι επί της ουσίας, για την Ελλάδα, ο στρατηγικός «εχθρός» στα Βαλκάνια δεν ήταν τα Σκόπια, αλλά ο «τουρκο-αλβανικός» άξονας και ο ισλαμικός βραχίονας των Αδελφών Μουσουλμάνων έως τα Σκόπια. Σύμφωνα με αυτή την εκτίμηση, η χώρα ξόδεψε πολύτιμο πολιτικό χρόνο με το «Μακεδονικό», όχι διότι δεν έπρεπε να ασχοληθεί με αυτό, αλλά διότι το διαχειρίστηκε αποσπασματικά, χωρίς να το εντάξει σε μια στρατηγική της συνολικά για τα Βαλκάνια.

Ομως, το χειρότερο είναι πως δεν διαφαίνεται πρόθεση των πολιτικών ελίτ για σχέδιο εθνικής στρατηγικής με ισχυρή διακομματική βάση σε διάρκεια. Αντιθέτως, το κλίμα στην εσωτερική πολιτική σκηνή είναι θλιβερό. Ετσι, ανοικτό είναι το ενδεχόμενο να βρεθεί η χώρα, ίσως και σύντομα, μπροστά σε σοβαρά προβλήματα σε όλα τα πεδία της εξωτερικής πολιτικής και της εθνικής ασφάλειάς της.