Τα όσα απίστευτα συμβαίνουν μέσα στις φυλακές δεν είναι κρυφά. Κάθε τόσο όλα βγαίνουν στο φως της δημοσιότητας. Στοιχεία που προκαλούν σε κάθε πολίτη ανατριχίλες εμφανίζονται τον τελευταίο καιρό στον Τύπο από δημοσιογραφικά ρεπορτάζ σχετικά με τη δράση της «Μαφίας» των Φυλακών, χωρίς να προκαλείται όμως καμία αναστάτωση στην πολιτική σκηνή. Επισημάναμε από την ίδια στήλη προ ημερών τα εφιαλτικά ερωτήματα που ανακύπτουν από τη διαχρονική υπεροχή της δύναμης των οργανωμένων εγκληματικών κυκλωμάτων απέναντι στην πολιτική εξουσία και στο Κράτος μίας κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας.

Και δεν προκαλεί καμία εντύπωση, δυστυχώς, ότι «αρμοδίως» τίποτε δεν απαντάται. Οπως δεν υπήρξε καμία αντίδραση στα εξαιρετικά ρεπορτάζ της ερευνητικής δημοσιογραφίας για τα απίστευτα που συμβαίνουν στον Κορυδαλλό, με τις «Μαφίες» να κινούνται εκεί ανενόχλητες. Εκκωφαντική σιωπή από την όχθη της πολιτικής εξουσίας. Και το ερώτημα είναι: Αν αυτό το βαθύ κακό εγκαταστάθηκε μέσα στις φυλακές στα χρόνια του «παλαιού καθεστώτος», τι εμποδίζει εδώ και κοντά τέσσερα χρόνια την κυβέρνηση της Ριζοσπαστικής Αριστεράς να κινηθεί για να το διώξει από εκεί μέσα; Απύθμενη διοικητική ανικανότητα, «ιδεολογικές» αναστολές; Βαρεμάρα; Δόλια ακινησία; Κι αν ναι, ποιος είναι ο στόχος;

Ομως, ερωτήματα αναφύονται και από άλλη μία υπόθεση που γεννά εγκληματικές πράξεις σχεδόν σε καθημερινή βάση και η οποία καταντά «σκοτεινή» και εκθέτει άσχημα την πολιτική ηγεσία του τόπου. Πρόκειται για την «αδυναμία» της κυβέρνησης να ξεκαθαρίσει το ζήτημα των «Εξαρχείων», μιμούμενη και όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις, που το εμφάνιζαν σαν «άλυτο πρόβλημα» και προκαλούσαν στο κοινό υποψίες για «περίεργες σχέσεις» μεταξύ των «αναρχικών» και κάποιων κύκλων εξουσίας και κρατικών υπηρεσιών. Οργανωμένες ομάδες ατόμων «χωρίς πρόσωπο», Ελλήνων και αλλοδαπών, με εγκατεστημένα επιτελεία σε κτίρια της περιοχής των Εξαρχείων δρουν ανεξέλεγκτα στην Αθήνα. Προκαλούν καταστροφές στην πόλη, με την Αστυνομία αμυνόμενη, σε μεγάλο βαθμό ακυρωμένη εξαιτίας «άνωθεν» εντολών.

Δίπλα σ’ αυτό, το κράτος και η πολιτική ηγεσία καθημερινά εξευτελίζονται από τις «καταδρομές» του «Ρουβίκωνα», μίας «συλλογικότητας» (έτσι λένε τώρα τις συμμορίες οι κυβερνώντες) που σκορπίζει στην πόλη «επαναστατική» βία, με προκλητική ανοχή της κυβέρνησης, στους κόλπους της οποίας ασκούν «επιρροές» κύκλοι των «αριστεριστών» του ΣΥΡΙΖΑ. Το μαύρο σκηνικό συμπληρώνεται από τα κύματα των διαρρήξεων και των ένοπλων ληστειών και επιπλέον από τα εν Αθήναις «ραντεβού» ενός διεθνούς υποκόσμου, που φαίνεται να προτιμά την Ελλάδα ως βάση μετεγκατάστασης ποικίλων δυνάμεων από διάφορες χώρες. Εδώ ξένοι «νονοί» αναπτύσσουν δραστηριότητες και σχεδιάζουν φονικές «αναμετρήσεις» μεταξύ τους. Οι εγκληματίες αυτοί συνάπτουν σχέσεις και οργανώνουν συνεργασίες με τον ντόπιο υπόκοσμο.

Για πρώτη φορά στην ιστορία του τόπου, η ελληνική κοινωνία γνωρίζει τέτοιες εφιαλτικές εμπειρίες, για πρώτη φορά η Αθήνα δέχεται τέτοια κύματα καθημερινής εγκληματικότητας και μετατρέπεται σε μια από τις ισχυρές πρωτεύουσες του διεθνούς υποκόσμου. Την ώρα που οι ελληνικές κυβερνήσεις, και η σημερινή βεβαίως, προσπαθούν αγωνιωδώς να προσελκύσουν ξένες επενδύσεις, καταφέρνουν να προσελκύουν πριν απ’ όλα ξένους κακοποιούς. Η Ελλάδα μπορεί να μην έχει γίνει ακόμα χώρα «φιλική» για ξένους επενδυτές, αλλά σίγουρα έχει γίνει «φιλική» για ξένους εγκληματίες.

Η Αστυνομία, έτσι κι αλλιώς με περιορισμένα τεχνικά μέσα και προσωπικό για κάθε δραστηριότητά της, πολύ λίγα πράγματα μπορεί να πετύχει στην Αθήνα. Και τίποτε δεν μπορεί να πετύχει για τη διάλυση των σκοτεινών κύκλων που κινούν τους «αντιεξουσιαστές» και οργανώνουν οδομαχίες, με δεδομένη την παντελή έλλειψη πολιτικής βούλησης των κυβερνώντων. Ειδικές δυνάμεις δίωξης του εγκλήματος αναπτύσσουν έντονη δραστηριότητα και σημειώνουν επιτυχίες, εξαρθρώνοντας κατά καιρούς εγκληματικά κυκλώματα, ελληνικά και διεθνή, σε συνεργασία με την Ιnterpol και με ξένες υπηρεσίες πληροφοριών. Αλλά και εδώ, η χρόνια πολιτική πλαδαρότητα, το γενικό ξεχαρβάλωμα του κράτους, η έλλειψη αυστηρών ελέγχων στα σημεία υποδοχής ξένων υπηκόων και στα σύνορα της χώρας και η διαφθορά κρατικών υπαλλήλων οδηγούν στην επέκταση του χώρου «φιλοξενίας» κακοποιών.