Από την ώρα που άρχισε να λειτουργεί το πρώτο μνημόνιο (Γ.Α. Παπανδρέου), με τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα οικονομικής «σωτηρίας» της χώρας, ξεκίνησαν τα βάσανα του δικομματικού πολιτικού συστήματος της Μεταπολίτευσης. Ο βίαιος κοινωνικός μετασχηματισμός σε χρόνοεξπρές, που απαιτούσαν τα συμφωνηθέντα με το σύστημα των ξένων δανειστών, αναπόφευκτα έφερε και την εξάρθρωση των μηχανισμών που όριζαν τις σχέσεις των πολιτών με τα πολιτικά κόμματα.

Μέσα από τις θύελλες που έφερε και το δεύτερο μνημόνιο, εκθέτοντας άσχημα στην κοινωνία το πολιτικό προσωπικό του «παλαιού καθεστώτος», αναδύθηκε ζωηρός και «αμόλυντος» ο ΣΥΡΙΖΑ, ένας νέος ζεν πρεμιέ της πολιτικής, που νίκησε στις κάλπες τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, αφαιρώντας δύναμη από την πρώτη και υποχρεώνοντας σε συντριπτική ήττα το δεύτερο. Από εκείνα τα εκλογικά αποτελέσματα του 2015 ξεκίνησε μια πορεία πραγμάτων που «μαθηματικά» έφτασαν να ορίζουν το πολιτικό σκηνικό του 2019.

Ολα όσα συμβαίνουν σήμερα δεν είναι τέκνα της τύχης, αλλά αιτιολογούνται απόλυτα με πολιτικούς όρους: πολιτικά ανώριμος ο ΣΥΡΙΖΑ, αδυνατώντας να αντιμετωπίσει ως «ριζοσπαστική Αριστερά» τους δανειστές, οδηγήθηκε με ακροβασίες και απότομους ελιγμούς στα «δεξιά», για να επιχειρήσει στη συνέχεια να βρει συγχώρεση των αμαρτιών του από τους Ελληνες πολίτες με ένδυμα «Κεντροαριστεράς». Η Νέα Δημοκρατία, με ιστορικές ρίζες τόσο σε μετριοπαθή όσο και σε πιο συντηρητικά αστικά στρώματα της χώρας, άντεξε τελικά την καταιγίδα ΣΥΡΙΖΑ, απορρόφησε τις πέντε εκλογικές ήττες της περιόδου 2009-15 και τώρα στέκει με αξιώσεις ως κόμμα της Κεντροδεξιάς, που διεκδικεί επάνοδο στην εξουσία.

Ομως, φυσιολογικά παρήκμασε εξουθενωτικά το κόμμα της «μνημονιακής» Κεντροαριστεράς, ΠΑΣΟΚ, καθώς οι καταστροφές της εθνικής οικονομίας τού αφαίρεσαν κάθε δυνατότητα για συνέχιση της σταδιοδρομίας του ως κόμματος διανομής εθνικών και κοινοτικών πόρων σε πλήθος «πελατειών». Οσα συνεπώς επιχειρεί σήμερα με τα άγαρμπα ανοίγματά της η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι οι μόνες κινήσεις που λογικά της έχουν απομείνει να κάνει. Οσο κι αν προκαλούν καγχασμούς και γιουχαΐσματα κάποιες προσχωρήσεις, όπως αυτές του πολιτικά ασήμαντου κ. Θεοχαρόπουλου μιας ξεπεσμένης, αόρατης σχεδόν, ΔΗΜ.ΑΡ. και του ξεχασμένου τριτοδρομικού «βετεράνου» Στ. Τζουμάκα, ο στριμωγμένος Αλέξης Τσίπρας έχει ενώπιόν του μόνο μία δυνατότητα: την αντιγραφή παλαιών τεχνασμάτων και «ανοιγμάτων» του μακαρίτη Ανδρέα Παπανδρέου. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ μόνο ως γενικώς «προοδευτική» μπορεί πλέον να πορεύεται και αυτό είναι απολύτως αιτιολογημένο. Δεν είναι σε θέση να προσφέρει στα ακροατήριά του τίποτε το επαναστατικό, τίποτε το ριζοσπαστικό και αριστερό, πέρα από μια απλοϊκή ρητορεία καταγγελίας των «νεοφιλελεύθερων» αντιπάλων του. Ούτε βέβαια μπορεί να πείσει ο κ. Τσίπρας τους δημοκρατικούς πολίτες πως είναι δυνατόν να γίνει στη χώρα μας αποδεκτό τον 21o αιώνα το μοντέλο του Σοβιετικού «πατερούλη», που κυβερνά αυταρχικά υπέρ πτωχών και αδυνάτων, εχθρικός προς τους αντιδραστικούς «αστούς». Ετσι, το «τουρλού» της «Προοδευτικής Συμμαχίας» είναι η μόνη λύση για τον πρωθυπουργό.

Η κατάληξη αυτή του κ. Τσίπρα είναι ένα φυσιολογικό αποτέλεσμα της πορείας που επέλεξε ως φαντασιακός εκπρόσωπος μιας «ριζοσπαστικής Αριστεράς» που στην πραγματικότητα δεν υπήρχε και ως εκφραστής ενός πνεύματος ΕΑΜ, που επίσης δεν υπάρχει σε κανέναν χώρο Αριστεράς εδώ και πολλές δεκαετίες.

Αναγκαστικά, λοιπόν, λόγια πολλά και «προοδευτικά», ελιγμοί και κόλπα ιδεολογικά και βέβαια με δεδομένο ότι ο χώρος των κάποτε σοσιαλιστών της ΠΑΣΟΚικής περιόδου είναι σήμερα γεμάτος «ορφανά» με φιλοδοξίες. Είναι, λοιπόν, κατά βάθος συνεπής ο πρωθυπουργός, όταν το 2019 ενταφιάζει τη «ριζοσπαστική Αριστερά» με δεδομένη την άτακτη υποχώρηση της «Μπρανκαλεόνε» στρατιάς του απέναντι στο γερμανικό πυροβολικό το 2015 και την υπογραφή του στο κείμενο των υποχρεώσεων που όρισε το τρίτο μνημόνιο στη συνέχεια. Εκ των πραγμάτων, ο κ. Τσίπρας δεν μπορεί, επομένως, να είναι σήμερα αριστερός, παρά μόνον εν Γαλατσίω «προοδευτικός», ποντάροντας στον «θησαυρό του μακαρίτη».