Η δημιουργία επιχειρηματικών πάρκων αποτελεί διεθνώς μια καθιερωμένη πρακτική για την προσέλκυση επενδύσεων, για τη στήριξη της βιομηχανικής παραγωγής και του εμπορίου, αλλά και για την προστασία του περιβάλλοντος.

Στην Ελλάδα οι δυνατότητες αυτές παραμένουν ως τώρα αναξιοποίητες, κυρίως λόγω της απουσίας ενός σύγχρονου, ολοκληρωμένου θεσμικού πλαισίου το οποίο θα διασφαλίζει προβλεψιμότητα, κανόνες χωροταξικής ευνομίας και περιβαλλοντικής προστασίας, κίνητρα υπέρ της επενδυτικής δραστηριότητας και ανταγωνιστικά οφέλη για τις επιχειρήσεις.

Δυστυχώς, οι προδιαγραφές αυτές δεν καλύπτονται από το «Επιχειρησιακό Σχέδιο Πάρκο Ανάπτυξης Επιχειρηματικών Πάρκων στην Ελληνική Επικράτεια» που παρουσίασε πριν από ένα μήνα περίπου η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας. Αντιθέτως, με τον τρόπο που το σχέδιο αυτό εκπονήθηκε και δημοσιοποιήθηκε, οδηγούμαστε στη θεσμοποίηση ενός απαράδεκτου για το σύνολο της αγοράς κειμένου, χωρίς καν να έχει προηγηθεί επαρκής και ουσιαστική διαβούλευση.

Για μια ακόμη φορά, λειτούργησε η λογική του αιφνιδιασμού και της αδικαιολόγητης σπουδής, με τους επιχειρηματικούς φορείς να καλούνται να διατυπώσουν προτάσεις και σχόλια σε ελάχιστο χρόνο και επί κειμένων τα οποία δεν ήταν καν δημόσια γνωστά.

Το Επιχειρησιακό Σχέδιο δόθηκε στη δημοσιότητα για σχολιασμό με αρχική προθεσμία επτά ημερών, η οποία παρατάθηκε στη συνέχεια κατά δέκα ημέρες. Ο χρόνος αυτός είναι τουλάχιστον ανεπαρκής, για την εξέταση ενός θεσμικού κειμένου υψηλής σπουδαιότητας για την ελληνική οικονομία. Ακόμη και σήμερα, δεν έχει γίνει γνωστό το σύνολο του επιχειρηματικού σχεδίου, αφού γνωστοποιούνται αποσπασματικά επιμέρους κεφάλαια και κανείς δεν έχει εικόνα για τον συνολικό σχεδιασμό και τις αναλυτικές προτάσεις χωροθέτησης επιχειρηματικών πάρκων. Σημειώνεται δε ότι η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων έχει εκπονήσει ανάλογη μελέτη, ήδη από το 2010, την οποία επικαιροποίησε το 2012 και κατέθεσε αρμοδίως έκτοτε σε όλους τους Υπουργούς Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος.

Πέραν, όμως, της διαδικασίας, υπάρχουν σημαντικές αντιρρήσεις και επί της ουσίας. Είναι κατ’ αρχήν τεχνητός ο διαχωρισμός που επιχειρεί η μελέτη σε επιχειρηματικά πάρκα για τη βιομηχανία, για την εφοδιαστική αλυσίδα κτλ, με δεδομένο ότι στη σύγχρονη οικονομία στα επιχειρηματικά πάρκα εγκαθίστανται επιχειρήσεις από όλους τους τομείς παραγωγής. Οι συνθήκες της αγοράς καθορίζουν κάθε φορά ποιος τομέας είναι η δεσπόζουσα δύναμη στην ανάπτυξη κάθε επιχειρηματικού πάρκου, προκειμένου οι επιχειρήσεις να επιλέγουν την εγκατάστασή τους σε αυτό.

Επιλέον, αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι το Επιχειρησιακό Σχέδιο, το οποίο εφόσον θεσμοθετηθεί θα αποτελέσει πλαίσιο κατευθύνσεων με δεσμευτική ισχύ για την έγκριση ανάπτυξης επιχειρηματικών πάρκων στην Ελλάδα, στηρίζεται ως επί το πλείστον σε λανθασμένες μεθοδολογικές προσεγγίσεις και δεδομένα που δεν ανταποκρίνονται ούτε στις τρέχουσες, πόσω μάλλον στις μελλοντικές ανάγκες της πραγματικής οικονομίας.

Οι υπολογιστικές μεθοδολογίες και τα μοντέλα που χρησιμοποιήθηκαν, για να προκύψουν οι κατευθύνσεις για προτεραιότητες και μεγέθη των επιχειρηματικών πάρκων στην ελληνική επικράτεια, στηρίχθηκαν σε στοιχεία ιστορικού από την ανάπτυξη της βιομηχανίας και σε δεδομένα υπάρχουσας κατάστασης σε υφιστάμενες ΒΙΠΕ, δηλαδή σε στοιχεία που απεικονίζουν οικονομικές δομές παλαιών δεκαετιών και δεν μπορούν να οδηγήσουν σε ασφαλείς προβλέψεις και κατευθύνσεις για το μέλλον.

Για παράδειγμα, οι ανάγκες σε επιχειρηματικά πάρκα εφοδιαστικής αλυσίδας – ενός ταχύτατα ανερχόμενου και δυναμικού κλάδου, που αναμένεται να πρωταγωνιστήσει τα επόμενα χρόνια στη ζήτηση χώρων εγκατάστασης – δεν μπορούν να υπολογίζονται ως ποσοστοό της υπάρχουσας βιομηχανικής υποδομής. Ούτε μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τη στατική εικόνα του μεταφορικού έργου σήμερα, χωρίς να συνεκτιμώνται οι συντελεστές αποτίμησης της αναμενόμενης εξέλιξης του κλάδου.

Συνολικά, η μεθοδολογία του πολυκριτηριακού συστήματος που εφαρμόστηκε για την εκπόνηση του επιχειρησιακού σχεδίου και που έχει την αφετηρία της στα τέλη της δεκαετίας του 1990, δεν φαίνεται να οδηγεί σε αποστελέσματα με τις πραγματικές ανάγκες σε επιχειρηματικά πάρκα, τόσο σε προτεραιότητες Περιφερειακών Ενοτήτων όσο και σε μεγέθη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η απουσία πρόβλεψης για την ανάπτυξη επιχειρηματικών πάρκων Εφοδιαστικής στην Αττική, ενώ όπως υποστηρίζει η ενδιαφερόμενη αγορά, στη συγκεκριμένη Περιφέρεια είναι εγκατεστημένο μέγεθος επιχειρήσεων που ξεπερνάει το 50% του μεγέθους του εθνικού χώρου. Επίσης, ενώ η ανάπτυξη του τουρισμού, στο νησιωτικό χώρο, επιβάλλει την χωροταξική οργάνωση των επαγγελματικών χρήσεων με όρους περιβαλλοντικής προστασίας σε επιχειρηματικά πάρκα μικρής έστω κλίμακας, το Επιχειρησιακό Σχέδιο αποφαίνεται ρητά ότι τέτοια ανάγκη δεν υπάρχει. Το αποτέλεσμα είναι να αποκλείονται από τη δυνατότητα ανάπτυξης επιχειρηματικών πάρκων, περιοχές στις οποίες αναπτύσσονται σημαντικές σχετικές δραστηριότητες και υπάρχουν πρωτοβουλέις για επενδύσεις.

Συμπερασματικά, το Επιχειρησιακό Σχέδιο με τη μορφή που έχει δημοσιοποιηθεί και ήδη χρησιμοποιείται ως εργαλείο υποστήριξης επιλογών, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό. Έστω και τώρα, θα πρέπει να υπάρξει εξαντλητικός διάλογος με όλους τους ενδιαφερόμενους, τοπικά και περιφερειακά, και σε κάθε περίπτωση με τα Επιμελητήρια και τους φορείς των επιχειρήσεων. Στόχος πρέπει να είναι η εκπόνηση ενός σύγχρονου Επιχειρησιακού Σχεδίου, που θα αποτυπώνει και θα ιεραρχεί αντικειμενικά πραγματικές ανάγκες, στη βάση μιας επιστημονικής μεθοδολογίας και με συνεκτίμηση όλων των χωρικών, περιβαλλοντικών και επενδυτικών παραμέτρων.