Παρά τα σημάδια ανάκαμψης της οικονομίας στη διάρκεια του 2016 και του 2017, το περιβάλλον χρηματοδότησης για τις ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις παραμένει αρνητικό. Η μελέτη που δημοσίευσε πρόσφατα ο ΟΟΣΑ για τις συνθήκες χρηματοδότησης των ΜμΕ σε 43 χώρες, περιλαμβάνει αποκαλυπτικά στοιχεία για την κατάσταση που επικρατεί στην αγορά. Συγκεκριμένα, όπως διαπιστώνει η μελέτη, το 2016 τα νέα δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα ήταν μόλις 1,06 δισ. ευρώ, ποσό που είναι 4 φορές μικρότερο σε σύγκριση με το αντίστοιχο του 2012 και 12 φορές μικρότερο σε σύγκριση με το 2009.

Η συρρίκνωση των νέων δανείων οφείλεται κυρίως στις συνθήκες ύφεσης που επικράτησαν στη χώρα και στην αδυναμία των τραπεζών να χορηγήσουν νέα κεφάλαια, λόγω των συσσωρευμένων κόκκινων δανείων. Ωστόσο, σημαντικό παράγοντα αποτελεί και η μείωση της ζήτησης από την πλευρά των ίδιων των επιχειρήσεων.

Σήμερα οι περισσότερες ΜμΕ στην Ελλάδα αγωνίζονται για να εξυπηρετήσουν παλαιότερα ανεξόφλητα δάνεια. Είναι χαρακτηριστικό ότι το το 43,2% των δανείων προς ΜμΕ ήταν μη εξυπηρετούμενα, την ώρα που το γενικό ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων επί του συνόλου, ανερχόταν σε 30,3%. Είναι επίσης γεγονός ότι οι περισσότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, λόγω της οικονομικής κρίσης, δεν διαθέτουν ίδια κεφάλαια για την πραγματοποίηση επενδυτικών σχεδίων.

Σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα αποτελεί επίσης και το κόστος του χρήματος. Παρά το ότι το επιτόκιο δανεισμού για της ΜμΕ έχει υποχωρήσει τα τελευταία χρόνια, παραμένει ένα από τα υψηλότερα στν ευρωζώνη αγγίζοντας κατά μέσο όρο το 5,32% γο 2016. Για λόγους σύγκρισης, σημειώνεται ότι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες που τέθηκαν σε καθεστώς μνημονίων, όπως η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Ισπανία, το μέσο επιτόκιο ήταν 4,65%, 3,83% και 2,44% αντίστοιχα.

Ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω παραγόντων, ένα μικρό ποσοστό των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων προβαίνει πλέον σε αίτηση για νέο δάνειο. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, μόλις το 21,5% των ΜμΕ αιτήθηκαν δάνειο το 2016, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό το 2010 ήταν περίπου 40%.

Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια υπήρξαν αρκετές παρεμβάσεις και προγράμματα υποστήριξης από ευρωπαϊκούς φορείς, όπως η ΕΤΕπ. Ωστόσο, τα αποτελέσματα στην πράξη ήταν μάλλον πενιχρά, τόσο λόγω της δυσκολίας των ελληνικών τραπεζών να καλύψουν το δικό τους μέρος, όσο και εξαιτίας της αδυναμίας των ΜμΕ να καλύψουν τα κριτήρια χρηματοδότησης. Η κατάσταση επιβαρύνεται επιπλέον και από το γεγονός ότι, σε αντίθεση σε ό,τι συμβαίνει σε άλλες χώρες, στην Ελλάδα δεν έχουν αναπτυχθεί επαρκώς εναλλακτικοί τρόποι χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, όπως είναι τα κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών.

Συνέπεια της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί σήμερα είναι να εξακολουθούν οι ελληνικές ΜμΕ να λειτουργούν σε συνθήκες ασφυκτικής έλλειψης ρευστότητας, χωρίς τη δυνατότητα να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους και να προωθήσουν την ανάπτυξή τους. Με δεδομένο πως οι ΜμΕ αποτελούν το 99,9% των επιχειρήσεων της Ελλάδας, προσφέροντας σχεδόν το 85,% της συνολικής απασχόλησης -έναντι 66,5% που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος- είναι εμφανής η ανάγκη αποτελεσματικότερων παρεμβάσεων για τη βελτίωση του χρηματοδοτικού περιβάλλοντος.

Σε προτεραιότητα θα πρέπει να τεθεί η αξιοποίηση πόρων του ΕΣΠΑ σε προγράμματα ενίσχυσης της ρευστότητας των επιχειρήσεων, με ιδιαίτερη έμφαση στη στήριξη υγιών Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων, που βρίσκονται σε δύσκολη θέση, λόγω της αδυναμίας να αντλήσουν κεφάλαια κίνησης και να αναχρηματοδοτήσουν τον δανεισμό τους. Απαραίτητη είναι επίσης η προσαρμογή των χρηματοδοτικών εργαλείων που παρέχονται από την Ε.Ε. στα μεγέθη και στις ιδιαίτερες ανάγκες της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα, η ανάπτυξη εναλλακτικών θεσμών χρηματοδότησης, με συγκεκριμένα κίνητρα για τις μικρές και μεσαίες επενδύσεις, καθώς και η εφαρμογή ειδικών προγραμμάτων χρηματοδότησης για νεοφυείς, καινοτόμες και εξαγωγικές επιχειρήσεις.

Σημαντικότερη, τέλος, προϋπόθεση για τη διευκόλυνση της πρόσβασης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε κεφάλαια, είναι η αποκατάσταση του ρόλου των τραπεζών στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό απαιτούνται δραστικότερες παρεμβάσεις για τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων, όπως η δημουργία bad bank για τη συγκέντρωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Πρόκειται για λύση η οποία θα απελευθερώσει τις τράπεζες από ένα τεράστιο βάρος, ώστε να εστιάσουν ξανά στη χορήγηση δανείων για την πραγματοποίηση παραγωγικών επενδύσεων και νέων επιχειρηματικών πρωτοβουλιών.

Σήμερα, σε μια περίοδο όπου η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά στην πρόκληση του επαναπροσδιορισμού του παραγωγικού της μοντέλου, χρειάζεται περισσότερο από ποτέ, υγιείς και δυναμικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες θα παράγουν ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες. Η διαμόρφωση βιώσιμων συνθηκών πρόσβασης σε κεφάλαια θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την επίτευξη αυτού του στόχου.