Η κυβέρνηση της Αριστεράς πέτυχε πρωτογενές πλεόνασμα ρεκόρ (άγγιξε το 4% του ΑΕΠ το 2016) και εδώ και σχεδόν μία εβδομάδα μετά τις επίσημες ανακοινώσεις πανηγυρίζει για το επίτευγμά της.

Προσπερνώντας τις προ του Ιανουαρίου του 2015 δηλώσεις του Αλέξη Τσίπρα για το πλεόνασμα της κυβέρνησης Σαμαρά («πρόκειται για πλεόνασμα δυστυχίας, τραγωδίας ακόμη και αίματος» έλεγε ο σημερινός πρωθυπουργός τον Μάρτιο του 2014), είναι απορίας άξιο γιατί πανηγυρίζουν στο οικονομικό επιτελείο.

Μήπως γιατί το πλεόνασμα ήρθε ύστερα από μία αναπτυξιακή «έκρηξη» της οικονομίας με αύξηση της κατανάλωσης και των επενδύσεων που ενίσχυσε τη φοροδοτική ισχύ των πολιτών; Σε καμία περίπτωση.

Μήπως γιατί περιορίστηκαν οι καταναλωτικές και λειτουργικές δαπάνες του Δημοσίου; Ούτε αυτό προκύπτει, μιας και οι μεγάλες περικοπές έγιναν σε συντάξεις και κοινωνικά επιδόματα.
Και τότε γιατί να πανηγυρίζει κανείς;

Μήπως για τη διανομή κοινωνικού μερίσματος; Αυτό μάλλον το λησμόνησε η κυβέρνηση. Γιατί, σύμφωνα με το μνημόνιο, από την υπέρβαση του στόχου του πλεονάσματος και εφόσον αυτό κριθεί ότι είναι διατηρήσιμο η κυβέρνηση θα μπορούσε να διανείμει το 70% και να διοχετεύσει το υπόλοιπο 30% για την αποπληρωμή του χρέους. Με στόχο 0,5% και τελικό αποτέλεσμα 4% του ΑΕΠ η υπέρβαση φθάνει στο 3,5% του ΑΕΠ ή τα 6 δισ. ευρώ.

Ποσό τεράστιο, το οποίο σε περίπτωση που το μνημόνιο εφαρμοζόταν «κατά γράμμα» θα μπορούσε να διατεθεί σε ευάλωτες ομάδες αλλά και σε αναπτυξιακές δράσεις. Και θα ήταν υπεραρκετό ακόμη κι αν αφαιρείτο το ποσό της «13ης σύνταξης» -περί τα 620.000.000 ευρώ- που έδωσε η κυβέρνηση από το μελλοντικό πλεόνασμα στα τέλη του 2016.

Μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει κάποια αναφορά από πλευράς κυβέρνησης για τη διανομή κοινωνικού μερίσματος.

Και πώς να γίνει, αφού το οικονομικό επιτελείο είναι… απασχολημένο στις διαπραγματεύσεις με το κουαρτέτο για την επιβολή πρόσθετων μέτρων για τη διετία 2019 – 2020, ύψους 4 δισ. ευρώ.

Αλλωστε το ΔΝΤ έχει σηκώσει απαγορευτικό για οποιαδήποτε κίνηση διανομής του υπερβάλλοντος πλεονάσματος, υποστηρίζοντας ότι είναι αδύνατον να διατηρηθεί και τα επόμενα έτη. Μάλιστα, στην πρόσφατη έκθεσή του οριοθετεί το πλεόνασμα του 2018 στο 2%, πολύ χαμηλότερα από τον στόχο του 3,5%, προδικάζοντας σε μεγάλο βαθμό την επιβολή του περίφημου δημοσιονομικού «κόφτη» για την επόμενη χρονιά. Δηλαδή, περαιτέρω περικοπές αυτή τη φορά στις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων.

Αρα και το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι η θεαματική επίδοση του 2016 διευκολύνει τις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές δεν φαίνεται να πείθει.

Με όσα βλέπουμε, τον μόνο που διευκολύνει στην παρούσα φάση είναι τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Στηρίζει την πάγια θέση του, την οποία επανέλαβε και πρόσφατα, ότι η Ελλάδα μπορεί να επιτύχει υψηλά πλεονάσματα και τα επόμενα χρόνια. Και το λέει αυτό για να καταδείξει ότι όσο η ελληνική οικονομία «παράγει» υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα δεν χρειάζεται ουσιαστική ελάφρυνση του χρέους, επιζητώντας εκ νέου να μεταθέσει για μετά τις γερμανικές εκλογές τις τελικές αποφάσεις για τα μέτρα ανακούφισής του.

Συμπερασματικά, το ισχυρό «χαρτί» της κυβέρνησης, το πλεόνασμα το οποίο προέκυψε κυρίως λόγω των αυξήσεων φορολογικών συντελεστών, μπορεί να μπει επί του παρόντος σε… κορνίζα, όπως τα πτυχία των εκατοντάδων χιλιάδων ανέργων .

Από την «Ελευθερία του Τύπου»