Πρόκειται για δύο… σημαδιακές χρονιές, με το σκεπτικό ότι τόσο πριν από τρία χρόνια όσο και εφέτος πορευόμαστε προς τη λήξη προγραμμάτων διάσωσης.
Το δεύτερο μνημόνιο έκλεινε τον κύκλο του το 2015 και το τρέχον τρίτο μνημόνιο (με τις επαχθείς επικαιροποιήσεις του) ολοκληρώνεται, καλώς εχόντων των πραγμάτων, τον Αύγουστο του 2018.
Αφαιρώντας από την «εξίσωση» τα δύο χρόνια που μεσολάβησαν, τα οποία μας στοίχισαν δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ και επί της ουσίας οδήγησαν σε βίαιο πισωγύρισμα την οικονομία, μπορούμε να προσδιορίσουμε κάποιες… μεταβλητές που δείχνουν ότι πλέον βρισκόμαστε σε παρόμοια οδό.
Κατ’ αρχάς τον Απρίλιο του 2014 πιστοποιήθηκε η υπέρβαση του πρωτογενούς πλεονάσματος του 2013, που ήταν και η πρώτη από την ημέρα που η Ελλάδα εισήλθε σε καθεστώς μνημονίου. Η τότε κυβέρνηση Σαμαρά προχώρησε στη διανομή «κοινωνικού μερίσματος», όπως ακριβώς έκανε και η σημερινή κυβέρνηση για το υψηλό πλεόνασμα του 2016. Και στις δύο περιπτώσεις οι δανειστές εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για τη δημοσιονομική προσαρμογή και την υπερκάλυψη των στόχων.
Την άνοιξη του 2014 η Ελλάδα δοκίμασε με επιτυχία έξοδο στις αγορές με την έκδοση πενταετών ομολόγων. Ο στόχος ήταν να τεστάρει τις δυνάμεις της προκειμένου έναν χρόνο αργότερα να εξασφαλίσει μόνιμη δίοδο στις αγορές ομολόγων. Η ιστορία επαναλήφθηκε πριν από λίγες ημέρες. Ξέχωρα από τις λεπτομέρειες των δύο εκδόσεων και ποια από τις δύο ήταν ακριβότερη, η αποκατάσταση της μερικής πρόσβασης της Ελλάδας στις αγορές δεν μπορεί να μη συνυπολογιστεί ως θετικός οιωνός.
Μία ακόμη «ομοιότητα» σχετίζεται με επιστροφή της οικονομίας σε θετικό ρυθμό ανάπτυξης. Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε πως στο δεύτερο εξάμηνο του 2014 η ελληνική οικονομία γύρισε σε θετική τροχιά. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (και πριν από τις συχνές αναθεωρήσεις) το τρίτο τρίμηνο του 2014 καταγράφηκε ρυθμός ανάπτυξης 1,6% του ΑΕΠ και στο τέταρτο τρίμηνο 1,7% του ΑΕΠ. Για εφέτος όλοι οι αναλυτές συμφωνούν πως μπορεί να μην επαληθευθεί η πρόβλεψη του υπουργείου Οικονομικών για «άλμα» 2,7%, αλλά τελικά η χρονιά θα κλείσει με ανάπτυξη πέριξ του 1,5% του ΑΕΠ.
Αυτά σε οικονομικό επίπεδο. Γιατί σε πολιτικό υπάρχει μια μεγάλη και καθοριστική διαφορά. Το 2014 ο τότε πρωθυπουργός κ. Αντώνης Σαμαράς είχε μπροστά του τον «σκόπελο» της προεδρικής εκλογής που τελικά δεν κατάφερε να ξεπεράσει. Στην αντίπερα όχθη, ο κ. Αλέξης Τσίπρας (ο οποίος προκάλεσε τις βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου του 2015) έχει μπροστά του καθαρό πολιτικό ορίζοντα.
Ανευ απροόπτου θα κληθεί να διαπραγματευθεί την έξοδο της Ελλάδας από τα προγράμματα διάσωσης και την αντικατάστασή τους από μια γραμμή προληπτικής στήριξης από τον ESM.
Βέβαια, αν λάβουμε υπόψη μας ότι όταν στο πρώτο εξάμηνο του 2015 κλήθηκε να διαπραγματευθεί την έξοδο από το δεύτερο πρόγραμμα παραλίγο να οδηγήσει (με τους τότε συνοδοιπόρους του Γ. Βαρουφάκη, Π. Λαφαζάνη, Δ. Στρατούλη) την Ελλάδα εκτός ευρώ και τελικά με στροφή 180 μοιρών υπέγραψε το τρίτο μνημόνιο, δεν θα πρέπει να είμαστε και ιδιαίτερα αισιόδοξοι.
Υπάρχει όμως και ο αντίλογος, ότι «πληρώσαμε και έμαθε» και ως εκ τούτου στη δεύτερή του ευκαιρία ο κ. Τσίπρας έχει λάβει το πανάκριβο (για τους πολίτες) μάθημά του.