Τις τελευταίες εβδομάδες εκδηλώνεται ένα σερί δηλώσεων από ξένους παράγοντες, Αμερικανούς και Γερμανούς, οι οποίοι προαναγγέλλουν κοινή μετεκλογική παρέμβαση στα ελληνοτουρκικά για να διευθετηθούν «οι διαφορές».

Προσοχή στον πληθυντικό: «Διαφορές». Πιο ηχηρή και ενδεικτική των σκέψεων ήταν η τοποθέτηση του πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα, Τζορτζ Τσούνη, στο Φόρουμ των Δελφών, ο οποίος επιβεβαίωσε την πρόθεση διαμεσολάβησης «εφόσον ζητηθεί», τονίζοντας ότι καμία από τις δύο χώρες, Ελλάδα και Τουρκία, δεν «έχει το μονοπώλιο του σωστού και του λάθους»…

Ο Αμερικάνος πρέσβης έχει ήδη στο ενεργητικό του ένα πλεόνασμα θετικών τοποθετήσεων για τη θέση και τον ρόλο της Ελλάδας στην περιοχή, τη στρατηγική αναβάθμισή της, την ανάγκη ποιοτικού εξοπλισμού της κ.λπ., τις οποίες επανέλαβε στους Δελφούς, αλλά αυτό δεν αναιρεί το μήνυμα και το νόημα της συγκεκριμένης αποστροφής. Η οποία αντανακλά την οπτική του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Αυτά δεν είναι αντιφατικά και αλληλοαναιρούμενα. Συμπληρωματικά είναι.

Η βούληση στρατηγικής αναβάθμισης και αμυντικής ενίσχυσης της Ελλάδας φαίνεται από τις αμερικανικές κινήσεις των τελευταίων ετών. Παράλληλα, εξίσου εμφανής είναι η επιδίωξη να επαναφέρουν την Τουρκία σε λειτουργική σχέση με τις ΗΠΑ και μέρος αυτής της επαναφοράς είναι η εξομάλυνση των σχέσεων, όπως την αντιλαμβάνονται, της γείτονος με την Ελλάδα. Επαναφορά στο πλαίσιο του παρελθόντος δεν πρόκειται να υπάρξει, γι’ αυτό οι Αμερικανοί έχουν αλλάξει τη στάθμισή τους έναντι Ελλάδας και Τουρκίας, μοιράζοντας πλέον τα χαρτιά τους και σε περιπτώσεις ετεροβαρώς υπέρ μας, ενώ παλαιότερα ίσχυε το αντίστροφο.

Η σχεδιαζόμενη συνδυαστική παρέμβαση με τους Γερμανούς οφείλεται στην ειδική σχέση που διατηρεί το Βερολίνο με την Άγκυρα και προκειμένου να υπάρχει και ευρωπαϊκή συνιστώσα στην παρέμβαση. Προσπερνώντας το άκομψο και ενοχλητικό της αμερικανογερμανικής παρέμβασης προεκλογικά, η ελληνική πλευρά οφείλει να ξεκαθαρίσει: Πρώτον, ότι υπάρχει μόνο μία διαφορά, όπως ορθώς ξεκαθάρισε ο πρωθυπουργός, υφαλοκρηπίδα / ΑΟΖ. Δεύτερον, ότι αν εκδηλωθούν πιέσεις για να συζητηθούν πράγματα που είναι εκτός συζήτησης, θα επιβαρυνθεί και πολιτικά και σε επίπεδο κοινής γνώμης το καλύτερο από ποτέ κλίμα που με πολλή προσπάθεια έχει οικοδομηθεί με τις ΗΠΑ. Με τη Γερμανία πάντα θα είναι βαρύ για γνωστούς λόγους. Τρίτον, ότι όποια κυβέρνηση και αν προκύψει από τις εκλογές δεν έχει εντολή να διαπραγματευθεί κυριαρχικά δικαιώματα, κυριαρχία και την ασφάλεια της χώρας.

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 4/5