Ωρα αναθεώρησης της εξωτερικής πολιτικής
Άρθρο γνώμης
Αναφερόµαστε, προφανώς, στην Τουρκία, στην Αλβανία και στα Σκόπια
Εάν παρατηρήσει κανείς την εξέλιξη των σχέσεων της Ελλάδας µε τρεις χώρες, µε καθεµία από τις οποίες υπάρχουν για διαφορετικούς λόγους δύσκολες σχέσεις, µπαίνει στον πειρασµό να υποθέσει ότι ένα µεγάλο µέρος της ευθύνης το έχουµε εµείς. Οχι επειδή δηµιουργούµε τα προβλήµατα, αλλά διότι τα υποβαθµίζουµε προτάσσοντας και στις τρεις περιπτώσεις τη λεγόµενη «θετική ατζέντα».
Αναφερόµαστε, προφανώς, στην Τουρκία, στην Αλβανία και στα Σκόπια. Και στις τρεις περιπτώσεις οι χώρες αυτές δεν προκαλούν απλώς, αλλά υλοποιούν µια επιθετική ατζέντα, είτε εγείροντας ανυπόστατα θέµατα, αλλά πάντως σοβαρά ακριβώς επειδή ενέχουν αναθεωρητισµό, είτε προκαλώντας συνειδητή βλάβη στα ελληνικά συµφέροντα είτε µη τηρώντας συµφωνίες, παρότι και αυτές είναι ετεροβαρείς υπέρ τους.
Πρόκειται για κράτη µε καθένα εκ των οποίων υπάρχουν διαφορετικοί συσχετισµοί ισχύος µε την Ελλάδα. Αλλοι οι συσχετισµοί µε την Τουρκία, άλλοι µε την Αλβανία και τα Σκόπια, όπου η Ελλάδα καταφανώς είναι το ισχυρό µέρος από κάθε άποψη και σε κάθε συγκρινόµενο µέγεθος. Οπότε καταρρίπτεται το επιχείρηµα ότι η Τουρκία τα κάνει αυτά διότι είναι ή αισθάνεται πιο ισχυρή. Αυτό δεν ισχύει για την Αλβανία και, πολύ περισσότερο, για τα Σκόπια. Οπότε το λάθος βρίσκεται στη δική µας πλευρά. Εµείς κάτι δεν κάνουµε καλά και βρισκόµαστε µονίµως υπό πίεση και παρακολουθώντας ένα γαϊτανάκι επιθετικότητας, προκλητικότητας και ύβρεως και από τους τρεις.
Αυτό που προφανώς δεν κάνουµε καλά είναι ότι η διαρκής επίδειξη καλής θέλησης, µε προσχηµατικές µόνο προειδοποιήσεις, οι οποίες ποτέ δεν υλοποιούνται και ποτέ δεν µετατρέπονται σε κόστος για την άλλη πλευρά, δεν αποδίδει. Γενικώς, αυτή η προσέγγιση δεν αποδίδει στις διεθνείς σχέσεις, πολύ περισσότερο όταν απέναντι υπάρχουν κακόπιστες δυνάµεις, µε κακόβουλη ατζέντα. Η θετική προσέγγιση, εάν δεν συνοδεύεται από αξιόπιστη απειλή σε περίπτωση µη συµµόρφωσης, δεν έχει αποτέλεσµα.
Το ότι ο Εντι Ράµα εµπαίζει, εκθέτει και προκαλεί την Ελλάδα µε την περίπτωση του Φρέντη Μπελέρη, από τον οποίο όχι µόνο αφαίρεσε, κατά παράβαση κάθε έννοιας κράτους ∆ικαίου και ευρωπαϊκού κεκτηµένου, το αξίωµα του εκλεγµένου δηµάρχου Χειµάρρας, αλλά πλέον στερεί και τη δυνατότητα να ορκιστεί ως ευρωβουλευτής, είναι χαρακτηριστικό. Εκτιµά ότι δεν θα έχει κανένα κόστος ρεζιλεύοντας µε αυτόν τον τρόπο την Ελλάδα και πλήττοντας ζωτικά της συµφέροντα, όπως η ύπαρξη και τα δικαιώµατα της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας. Η µέχρι στιγµής εξέλιξη τον δικαιώνει. Από αυτό βγάζουν συµπεράσµατα και άλλοι. Τα Σκόπια επίσης εµπαίζουν και εξίσου ρεζιλεύουν την Ελλάδα, αρνούµενα να εφαρµόσουν έστω και αυτό το «φύλλο συκής» που προβλέπει η Συµφωνία των Πρεσπών. Η χώρα µας εµφανίζεται να παρακαλά για την εφαρµογή µιας συµφωνίας την οποία η σηµερινή κυβέρνηση ως αντιπολίτευση χαρακτήριζε βλαπτική για τα εθνικά συµφέροντα και είχε δίκιο. Αλλά ακόµα και αυτή τη συµφωνία οι Σκοπιανοί αρνούνται να την εφαρµόσουν και περιπαίζουν αφ’ υψηλού την Ελλάδα για τον ίδιο λόγο που ο Ράµα κάνει αυτά που κάνει. ∆ιότι εκτιµούν ότι ούτε αυτοί θα έχουν κάποιο κόστος.
Η Τουρκία επίσης εκµεταλλεύεται την επιδίωξη της Αθήνας για ήρεµο κλίµα, προκειµένου να προβάλλει σε τρίτους µια επίπλαστη γενική βελτίωση των σχέσεων, την ώρα που σκληραίνει την πολιτική της σε κάθε επίπεδο, σε όλους τους τοµείς. Από την Παιδεία, όπου δηµιουργεί την επόµενη γενιά µιας συνολικά επιθετικής και αναθεωρητικής κοινωνίας, µέχρι την κλιµάκωση της αµφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας και τη διατύπωση απειλών κατά Ελλάδας και Κύπρου.
Επειδή κανείς δεν µπορεί να καταλογίσει στη χώρα µας ότι δεν έχει εξαντλήσει και στις τρεις περιπτώσεις τις χειρονοµίες καλής θέλησης και την ειλικρινή πρόθεση βελτίωσης των σχέσεων και εφόσον πλέον αυτό όχι µόνο δεν αποδίδει, αλλά επιδεινώνει την κατάσταση εις βάρος µας, µια στοιχειωδώς ορθολογική ανάλυση «φωνάζει» ότι το τιµόνι πρέπει να στρίψει. ∆εν είναι στραβός ο γιαλός…
Αναφερόµαστε, προφανώς, στην Τουρκία, στην Αλβανία και στα Σκόπια. Και στις τρεις περιπτώσεις οι χώρες αυτές δεν προκαλούν απλώς, αλλά υλοποιούν µια επιθετική ατζέντα, είτε εγείροντας ανυπόστατα θέµατα, αλλά πάντως σοβαρά ακριβώς επειδή ενέχουν αναθεωρητισµό, είτε προκαλώντας συνειδητή βλάβη στα ελληνικά συµφέροντα είτε µη τηρώντας συµφωνίες, παρότι και αυτές είναι ετεροβαρείς υπέρ τους.
Πρόκειται για κράτη µε καθένα εκ των οποίων υπάρχουν διαφορετικοί συσχετισµοί ισχύος µε την Ελλάδα. Αλλοι οι συσχετισµοί µε την Τουρκία, άλλοι µε την Αλβανία και τα Σκόπια, όπου η Ελλάδα καταφανώς είναι το ισχυρό µέρος από κάθε άποψη και σε κάθε συγκρινόµενο µέγεθος. Οπότε καταρρίπτεται το επιχείρηµα ότι η Τουρκία τα κάνει αυτά διότι είναι ή αισθάνεται πιο ισχυρή. Αυτό δεν ισχύει για την Αλβανία και, πολύ περισσότερο, για τα Σκόπια. Οπότε το λάθος βρίσκεται στη δική µας πλευρά. Εµείς κάτι δεν κάνουµε καλά και βρισκόµαστε µονίµως υπό πίεση και παρακολουθώντας ένα γαϊτανάκι επιθετικότητας, προκλητικότητας και ύβρεως και από τους τρεις.
Αυτό που προφανώς δεν κάνουµε καλά είναι ότι η διαρκής επίδειξη καλής θέλησης, µε προσχηµατικές µόνο προειδοποιήσεις, οι οποίες ποτέ δεν υλοποιούνται και ποτέ δεν µετατρέπονται σε κόστος για την άλλη πλευρά, δεν αποδίδει. Γενικώς, αυτή η προσέγγιση δεν αποδίδει στις διεθνείς σχέσεις, πολύ περισσότερο όταν απέναντι υπάρχουν κακόπιστες δυνάµεις, µε κακόβουλη ατζέντα. Η θετική προσέγγιση, εάν δεν συνοδεύεται από αξιόπιστη απειλή σε περίπτωση µη συµµόρφωσης, δεν έχει αποτέλεσµα.
Το ότι ο Εντι Ράµα εµπαίζει, εκθέτει και προκαλεί την Ελλάδα µε την περίπτωση του Φρέντη Μπελέρη, από τον οποίο όχι µόνο αφαίρεσε, κατά παράβαση κάθε έννοιας κράτους ∆ικαίου και ευρωπαϊκού κεκτηµένου, το αξίωµα του εκλεγµένου δηµάρχου Χειµάρρας, αλλά πλέον στερεί και τη δυνατότητα να ορκιστεί ως ευρωβουλευτής, είναι χαρακτηριστικό. Εκτιµά ότι δεν θα έχει κανένα κόστος ρεζιλεύοντας µε αυτόν τον τρόπο την Ελλάδα και πλήττοντας ζωτικά της συµφέροντα, όπως η ύπαρξη και τα δικαιώµατα της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας. Η µέχρι στιγµής εξέλιξη τον δικαιώνει. Από αυτό βγάζουν συµπεράσµατα και άλλοι. Τα Σκόπια επίσης εµπαίζουν και εξίσου ρεζιλεύουν την Ελλάδα, αρνούµενα να εφαρµόσουν έστω και αυτό το «φύλλο συκής» που προβλέπει η Συµφωνία των Πρεσπών. Η χώρα µας εµφανίζεται να παρακαλά για την εφαρµογή µιας συµφωνίας την οποία η σηµερινή κυβέρνηση ως αντιπολίτευση χαρακτήριζε βλαπτική για τα εθνικά συµφέροντα και είχε δίκιο. Αλλά ακόµα και αυτή τη συµφωνία οι Σκοπιανοί αρνούνται να την εφαρµόσουν και περιπαίζουν αφ’ υψηλού την Ελλάδα για τον ίδιο λόγο που ο Ράµα κάνει αυτά που κάνει. ∆ιότι εκτιµούν ότι ούτε αυτοί θα έχουν κάποιο κόστος.
Η Τουρκία επίσης εκµεταλλεύεται την επιδίωξη της Αθήνας για ήρεµο κλίµα, προκειµένου να προβάλλει σε τρίτους µια επίπλαστη γενική βελτίωση των σχέσεων, την ώρα που σκληραίνει την πολιτική της σε κάθε επίπεδο, σε όλους τους τοµείς. Από την Παιδεία, όπου δηµιουργεί την επόµενη γενιά µιας συνολικά επιθετικής και αναθεωρητικής κοινωνίας, µέχρι την κλιµάκωση της αµφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας και τη διατύπωση απειλών κατά Ελλάδας και Κύπρου.
Επειδή κανείς δεν µπορεί να καταλογίσει στη χώρα µας ότι δεν έχει εξαντλήσει και στις τρεις περιπτώσεις τις χειρονοµίες καλής θέλησης και την ειλικρινή πρόθεση βελτίωσης των σχέσεων και εφόσον πλέον αυτό όχι µόνο δεν αποδίδει, αλλά επιδεινώνει την κατάσταση εις βάρος µας, µια στοιχειωδώς ορθολογική ανάλυση «φωνάζει» ότι το τιµόνι πρέπει να στρίψει. ∆εν είναι στραβός ο γιαλός…
*Δημοσιεύτηκε στην «Κυριακάτικη Απογευματινή»